Note: Footnotes have been converted to endnotes.
The edition has deficiencies in the numbering of paragraphs,etc. So that there is no concern that I have omitted paragraphs, while transcribing the book, I have added the missed paragraph numbers, or other errors within / /. I have used the same notation for one or two additional necessary remarks that I had to make. Words or phrases in bold characters have been placed within & &.
The translator uses very frequently the word ενεργεία. Please note that this is the correct accentutation, just imagine the περισπωμένη ! The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
Η έκδοση είχε ατέλειες στην αρίθμηση των παραγράφων, κλπ. Για να μην θεωρηθεί ότι εκ λάθος στην μετατροπή του κειμένου σε ηλεκτρονικό έχουν παραληφθεί παράγραφοι του βιβλίου - κλπ, έχω προσθέσει τους αριθμούς των παραγράφων αυτών εντός δύο καθέτων //. Την ίδια σήμανση έχω χρησιμοποιήσει σε ένα-δύο επί πλέον αναγκαία σχόλια μου. Λέξεις- φράσεις με τονισμένους (bold) χαρακτήρες, έχουν συμπεριληφθεί εντός &&.
Ο μεταφραστής χρησιμοποιεί πολύ συχνά τον όρο ‘ενεργεία’. Δεν είναι λάθος τονισμός και σας παρακαλώ να φανταστείτε την περισπωμένη ! Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Π Ε Ρ Ι - Ψ Υ Χ Η Σ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1911
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Του Αριστοτέλους, του μεγάλου φιλοσόφου της αρχαιότητος, έν μόνον συγγραμμάτιον, η Ποιητική, έχει μεταφρασθή εις την νέαν γλώσσαν ημών. Εκ τούτου τα έργα του νομοθέτου εκείνου της ανθρωπίνης διανοίας είναι έτι χώρα άγνωστος εις ημάς, γνωστοτάτη όμως εις πάντα τα πολιτισμένα έθνη, ων τον πολιτισμόν εγαλούχησε και έθρεψεν απ' αιώνων μέχρι σήμερον. Διότι τα έθνη ταύτα ηυτύχησαν να μελετήσωσι τας πολυτίμους συγγραφάς του Σταγειρίτου όχι μόνον εν τη αρχική γλώσση, εν η εγράφησαν, αλλ' εν μεταφράσεσιν εις την εθνικήν γλώσσαν αυτών, αίτινες αναφαίνονται οσημέραι τελειότεραι. Επιθυμούντες ήδη να συντελέσωμεν το κατά δύναμιν εις πλήρωσιν του κενού τούτου εν ημίν αναγκαίαν προ πάντων κρίναμεν την μετάφρασιν της περί Ψυχής πραγματείας του Αριστοτέλους, ενός εκ των θαυμασιωτέρων και διδακτικωτέρων πονημάτων αυτού, περί ου βαθυνούστατος νεώτερος φιλόσοφος, ο Έγελος, έγραφεν εν τω τρίτω μέρει της Εγκυκλοπαιδείας των Φιλοσοφικών Επιστημών (παρ. 379) τάδε: «Εν τη φιλοσοφία του πνεύματος μόνα τα βιβλία του Αριστοτέλους περί Ψυχής και περί των καταστάσεων και δυνάμεων αυτής έχουσι την μεγίστην σπουδαιότητα, ή, κάλλιον ειπείν, είναι τα μόνα, άπερ έχουσι φιλοσοφικήν αξίαν. Το ουσιώδες αντικείμενον φιλοσοφίας του πνεύματος δεν δύναται να είναι άλλο παρά να επαναγάγη την επιστήμην ταύτην επί του εδάφους της καθαράς λογικής νοήσεως και ούτω να εμβαθύνη και αύθις εις τον ενδόμυχον νουν των συγγραμμάτων τούτων του Αριστοτέλους».
Εάν δε τόσον έξοχος σοφός ώριζεν, ότι αποστολή της φιλοσοφίας σήμερον έτι μετά μελέτην τόσων αιώνων είναι να μελετήση βαθύτερον τα έργα ταύτα της του Αριστοτέλους αριστονοίας, δύναται πας τις να εννοήση πόσον δύσκολος είναι η κατανόησις αυτών. Ευτυχώς αυτός ο Αριστοτέλης διευκολύνει την μελέτην ταύτην έν τινι μέτρω, διότι εφρόντισε να ορίση ακριβώς τας γενικωτάτας εκείνας εννοίας ή κατηγορίας, διά των οποίων συλλαμβάνεται και νοείται παν νόημα και παν πράγμα. Προς κατανόησιν λοιπόν και της ψυχολογίας αυτού ανάγκη να γνωρίση τις πρότερον τους κυριωτέρους φιλοσοφικούς όρους και την σημασίαν, ην δίδει εις αυτούς ο Αριστοτέλης. Προς τούτο παραθέτομεν ενταύθα σύντομον εξήγησιν ολίγων των όρων τούτων εκ της του Αριστοτέλους μεταφυσικής (βιβλ. IV, V).
Ορισμοί.
Αδύνατον λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον είναι αναγκαίως αληθές. λ.χ. ότι αι ορθαί γωνίαι είναι άνισοι, τούτο είναι αδύνατον.
Αρχή λέγεται 1ον) η έναρξις αυτού του πράγματος· π.χ. η αρχή ενός λόγου· 2ον) η έναρξις των πραγμάτων ως προς ημάς, ήτοι όθεν πρέπει να αρχίσωμεν έν πράγμα, διά να το μάθωμεν ή να το κάμωμεν καλώς· 3ον) η πρώτη ύλη ή το ποιητικόν αίτιόν τινος· π.χ. τα θεμέλια είναι αίτια της οικίας, η ύβρις της μάχης. 4ον) η απόφασις ήτις παράγει μεταβολήν, όθεν και αι πολιτικαί εξουσίαι λέγονται αρχαί· 5ον) αι υποθέσεις ή οι λόγοι με τους οποίους αποδεικνύομέν τι.
Αίτιον. Τας αυτάς σημασίας, τας οποίας έχει η αρχή, έχει και το αίτιον, διότι πάντα τα αίτια είναι αρχαί. Πάσαι αι αρχαί είναι το πρώτον εκ του οποίου υπάρχει έν πράγμα, ή γίνεται, ή γνωρίζεται. Και άλλαι μεν είναι εντός, άλλαι δε εκτός των πραγμάτων. Είναι δε τέσσαρα τα αίτια: 1ον) η ύλη/πράγματός τινος· λ.χ. ο χαλκός είναι ύλη του ανδριάντος· 2ον) το είδος και το πρότυπον αυτού, δηλ. η έννοια και η ουσία του πράγματος λ.χ. του ανδριάντος· 3ον)η αρχή της κινήσεως και της μεταβολής· λ.χ. ο ανδριαντοποιός· και 4ον) ο σκοπός και τα μέσα της εκτελέσεώς του· π.χ. η υγίεια είναι ο σκοπός του περιπάτου και μέσα είναι τα φάρμακα και η κάθαρσις κλπ. τα τέσσαρα λοιπόν αίτια είναι το υλικόν, το ειδικόν, το ποιητικόν και το τελικόν (ού ένεκεν).
Αναγκαίον λέγεται 1ον) το συνεργούν αίτιον, άνευ του οποίου είναι αδύνατον να υπάρχη τι· λ.χ. η αναπνοή αναγκαία εις την ζωήν 2ον) το μέσον άνευ του οποίου δεν δύναται να γείνη το αγαθόν ή να αποβληθή το κακόν λ.χ. τα φάρμακα· 3ον) ό,τι γίνεται εναντίον της θελήσεως μας και μας βιάζει· 4ον) ό,τι δεν ημπορεί άλλως να γείνη, και αυτή είναι η κυρία σημασία του αναγκαίου, από της οποίας πηγάζουσιν αι άλλαι. Ούτως η απόδειξις είναι εκ των αναγκαίων, διότι το καλώς αποδειχθέν δεν δύναται να είναι άλλως.
Αντικείμενα είναι 1ον) τα αντιφατικά· λ.χ. λευκόν και όχι λευκόν 2ον) το εναντίον· 3ον) ό,τι είναι σχετικόν προς τι· λ.χ. εντός- εκτός, πατήρ-υιός· 4ον) η στέρησις κλπ. Και τέλος ό,τι δεν ημπορεί να ευρίσκηται ηνωμένον με άλλο εις τρίτον τι· λ.χ. το λευκόν και το φαιόν. Εάν τοιαύτα πράγματα ανήκωσιν εις γένος διάφορον, τότε είναι εναντία. Έπειτα εναντία είναι τα εις το αυτό γένος ανήκοντα και έχοντα μεγίστην απ' αλλήλων διαφοράν, και εν γένει εκείνα των οποίων η διαφορά είναι μεγίστη.
Γένος είναι 1ον) η συνεχής γένεσις των εχόντων το αυτό είδος. Ούτω λέγεται: εν όσω υπάρχει το γένος των ανθρώπων, δηλαδή η συνεχής γένεσις αυτών 2ον) η πρώτη ποιητική αιτία της υπάρξεως των ατόμων λ. χ. λέγονται Ίωνες το γένος, διότι κατάγονται από Ίωνος του πρώτου γεννήσαντος· 3ον) τα καθόλου ή αι γενικαί έννοιαι· λ.χ. το επίπεδον των σχημάτων είναι γένος των μερικών ή ατομικών επιπέδων· 4ον) το είδος ή η μορφή, της οποίας αι διαφοραί είναι αι ποιότητες (βλέπε είδος).
Δύναμις είναι 1ον) η αρχή της κινήσεως ή της μεταβολής τινος, ήτις όμως είναι εις άλλο τι πράγμα· λ.χ. Η οικοδομική τέχνη είναι δύναμις, ήτις δεν ευρίσκεται εις την κατασκευαζομένην οικίαν, αλλ' εις τον αρχιτέκτονα, κλπ.· 2ον) το να δύναταί τι να μεταβάλληται ή να κινήται από άλλο διάφορον, ότε λέγομεν ότι πάσχει· 3ον) η ικανότης του να εκτελή τις καλώς πράγμα τι η απόφασιν π.χ. να ομιλήση καλώς ή να βαδίση· 4ον) το να μη δύναται τι να μεταβάλληται ή επί το χείρον να κινήται, ή τουλάχιστον το να πάσχη ταύτα δυσκόλως. Δύναμις λοιπόν είναι η ευφυία ή διάθεσις του πράγματος εις το να δύναται να είναι και να μη είναι, να είναι ή να μη είναι τούτο ή εκείνο, η αρχή μεταβλητική άλλου εν άλλω υπάρχουσα.
Δυνατόν λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον δεν είναι αναγκαίως ψεύδος· π.χ. ότι κάθηται άνθρωπος είναι δυνατόν. Δυνατόν είναι και το αληθές, ή ό,τι δύναται να είναι αληθές.
Είδος-ενέργεια-εντελέχεια. Είδος είναι το σύνολον των διορισμών πράγματός τινος, η νοητή ουσία αυτού. Η έννοια, ήτις ορίζει έν πράγμα, είναι η έννοια του είδους του. Το είδος, το καθόλου, ο εν γένει ίππος λ.χ. τότε γίνεται ουσία πραγματική, αισθητή, ούτος ο ίππος, όταν ενωθή με άλλο στοιχείον, την ύλην. Παν πράγμα λοιπόν σύγκειται από ύλην και είδος· η ύλη είναι το υποκείμενον, το υλικόν, το δε είδος διορίζει την ύλην και δίδει εις αυτήν ωρισμένην ύπαρξιν. O οίκος λ.χ. καθ' ύλην είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, κατ' είδος δε είναι αγγείον ικανόν να σκεπάζη σώματα και πράγματα. Το είδος είναι το κοινόν εις πάντα τα άτομα, εις πάσας τας οικίας, η δε ύλη ατομικεύει τούτο το γενικόν και ούτως αποτελείται το άτομον λ.χ. η οικία του Πέτρου. Δεν υπάρχει λοιπόν τελεία διαφορά και αντίθεσις μεταξύ ύλης και είδους· διότι πάντοτε η ύλη δύναται να γείνη ό,τι είναι το είδος. Η ύλη είναι εν δυνάμει ό,τι είναι το είδος εν έργω ή ενεργεία. Ο χαλκός π.χ. είναι δυνάμει ό,τι εν ενεργεία είναι ο ανδριάς· ο χαλκός δύναται να γείνη ανδριάς, λοιπόν είναι δυνάμει ανδριάς· ο σπόρος είναι δυνάμει φυτόν· ο παις είναι δυνάμει ανήρ κλπ. Και πάλιν έλασμα σιδήρου προς μεν τον ακατέργαστον σίδηρον είναι είδος, αλλά προς το ξίφος είναι ύλη. Η ύλη λοιπόν είναι η πρώτη ατελής κατάστασις του πράγματος, το σπέρμα ή το θεμέλιον αυτού, είδος δε είναι η πλήρης ενεργοποίησις των δυνάμεών του, η πραγμάτωσις του σκοπού και του τέλους του.— Η βαθμιαία μετάβασις από της ατελούς εις την τελείαν κατάστασιν γίνεται διά κινήσεως, ήτις είναι επομένως μία ατελής ενέργεια, λ.χ. η οικοδομία, και σκοπόν ή τέλος έχει να πραγματοποιήση το είδος, την οικίαν. Το πραγματωθέν και εν ενεργεία είδος είναι πραγματικότης, αυτή η οικία, ούτος ο ίππος, ήτις εν εαυτή έχει το τέλος της, είναι εντελέχεια.
Έξις (έχειν) λέγεται 1) ενέργεια μεταξύ του έχοντος και του εχομένου· λ.χ. μεταξύ του έχοντος την εσθήτα και της εχομένης εσθήτος είναι η έξις, ως σχέσις αυτών. 2) Διάθεσις, καθ' ην διακείμεθα καλώς ή κακώς· λ.χ. Η υγίεια είναι έξις. Και η αρετή των μερών λέγεται έξις.
Εναντία. Βλέπε αντικείμενα.
Έτερα. Η ετερότης είναι το εναντίον της ταυτότητος. Έτερα λέγονται τα πράγματα, τα οποία έχουσι διάφορα τα είδη ή την ύλην, ή τον ορισμόν της ουσίας.
Ουσία, λέγονται 1) τα απλά σώματα, γη, αήρ κλπ. Και εν γένει πάντα τα σώματα καθ' όσον δεν είναι κατηγορούμενα αυτά, αλλ' έχουσι κατηγορούμενα· λ.χ. ούτος ο ίππος είναι ουσία, αλλ' ο ίππος δεν είναι πρώτη ουσία, διότι είναι το κοινόν κατηγορούμενον των ατόμων ίππων· 2) η ενυπάρχουσα αρχή και αιτία της υπάρξεως όντος, όπερ δεν είναι κατηγορούμενον λ.χ. Η ψυχή είναι η ουσία του ζώου· 3) ουσία είναι και όσα μέρη υπάρχουσιν εις τοιούτον σώμα και προσδιορίζουσιν αυτό, εάν δε αφαιρεθώσι, καταστρέφεται το όλον· λ.χ. η επιφάνεια σώματος. 4) το τι ην είναι, ήτοι το είδος και η νοητή ουσία, της οποίας η διά λόγου δήλωσις είναι ο ορισμός. Ούτως Ουσία (=Υπόστασις) λέγεται ή το τελευταίον υποκείμενον, το οποίον δεν είναι κατηγορούμενον άλλου, ή η διορισμένη και ανεξάρτητος μορφή ή το είδος εκάστου όντος.
Πάθος λέγεται 1) ποιότης, ήτις δύναται να μεταβάλληται· λ.χ. λευκόν και μέλαν, γλυκύ και πικρόν 2) αι ήδη υπάρχουσαι μεταβολαί· 3) βλαβεραί και λυπηραί μεταβολαί και κινήσεις· 4) μεγάλαι συμφοραί και λύπαι.
Πέρας λέγεται το άκρον του πράγματος, έξω του οποίου ουδέν υπάρχει, έσω δε τα πάντα· 2) το είδος, η μορφή.
Ποιόν λέγονται 1) αι διαφοραί των ουσιών· λ.χ. ο άνθρωπος είναι ποιόν τι ζώον, διότι είναι δίπουν ο κύκλος ποιόν τι σχήμα, διότι είναι αγώνιον· 2) τα πάθη ή αι ιδιότητες των μεταβαλλομένων ουσιών, θερμότης και ψυχρότης κλπ.· 3) το αγαθόν και το κακόν, αι αρεταί και κακίαι είναι ποιότητες κλπ.
Ποσόν. Το διαιρετόν εις μέρη, έκαστον των οποίων είναι προσδιωρισμένη ενότης (μονάς).
Πλήθος. Το διαιρετόν εις μη συνεχή μέρη.
Μέγεθος· Το διαιρούμενον εις συνεχή μέρη.
Πρότερα και Ύστερα λέγονται 1ον) κατά τόπον· πρότερον είναι το εγγύτερον, ύστερον το απώτερον 2ον) κατά χρόνον· πρότερον το απώτερον του νυν χρόνου, ύστερον το πλησιέστερον του νυν· 3ον) κατά κίνησιν ή μεταβολήν· το εγγύτερον του πρώτου κινήσαντος είναι πρότερον· 4ον) κατά δύναμιν, το δυνατώτερον είναι πρότερον 5ον) κατά τάξιν· 6ον) κατά γνώσιν λ.χ. εις ένα ορισμόν η γνώσις των μερών είναι προτέρα της του όλου, μολονότι πραγματικώς το όλον είναι πρότερον των μερών 7ον) κατά την φύσιν· πρότερον είναι το πράγμα, όπερ δύναται να υπάρχη άνευ άλλων, ταύτα δε ουχί άνευ εκείνων· λ.χ. Η ουσία είναι προτέρα των συμβεβηκότων· 8ον) κατά την δύναμιν και την ενέργειαν, δυνάμει ή κατά δύναμιν η ύλη είναι προτέρα του είδους, κατ' ενέργειαν όμως το εναντίον. Δυνάμει το μέρος είναι πρότερον του όλου, κατ' ενέργειαν δε το όλον προηγείται και είτα μερίζεται.
Στοιχείον είναι η πρώτη ύλη του πράγματος, ήτις δεν δύναται να διαιρεθή εις μέρη ετεροειδή, διότι τα μέρη των στοιχείων είναι ομοειδή· λ.χ. του ύδατος τα μέρη είναι ύδωρ, τα της συλλαβής όμως μέρη δεν είναι συλλαβή. Είναι λοιπόν τα στοιχεία τα καθολικώτατα όντα, διότι είναι τα απλούστερα και ευρίσκονται εις πολλά σώματα ή και εις όλα. Διά τούτο και τα γένη λέγομεν στοιχεία μάλλον παρά τας διαφοράς, διότι είναι απλούστερα.
Συμβεβικός είναι 1ον) ό,τι υπάρχει εις τι πραγματικώς, αλλ' ούτε εξ ανάγκης, ούτε συχνά· λ.χ. σκάπτων τις εύρε θησαυρόν. Τούτο είναι συμβεβηκός. Το συμβεβηκός υπάρχει, όμως δεν έχει αίτιον ωρισμένον, αλλά το τυχόν αίτιον δεν είναι αφ' εαυτού, αλλά καθ' όσον το άλλο τούτο υπάρχει- λ.χ. ο χειμών εγένετο αίτιος ν' αναβάλω το ταξείδιον, ή να πλεύσω εις Αίγιναν 2ον) συμβεβηκότα λέγονται και αι ουσιώδεις ιδιότητές τινος, αίτινες δεν εμπεριέχονται εν τη ουσία και εν τω ορισμώ αυτών· λ.χ. ότι το τρίγωνον έχει δύο ορθάς γωνίας. Τα συμβεβηκότα ταύτα δύνανται να είναι αιώνια, ουχί δε τα πρώτα (άτινα είναι τυχαία).
Τέλος Βλέπε Αίτιον και Τέλειον.
Τέλειον 1ον) το έχον πάντα τα μέρη του· 2ον) ό,τι έφθασεν εις το άκρον και εν γένει ό,τι δεν ημπορεί να υπερβληθή υπό άλλου εις το είδος του· λ.χ. Τέλειος ιατρός, αυλητής, λέγονται, όταν δεν έχωσι καμμίαν έλλειψιν της προσηκούσης εις αυτούς αρετής. Μεταφορικώς λέγεται και συκοφάντης τέλειος, κλπ.· 3ον) ό,τι έχει αγαθόν τέλος (σπουδαίον), διότι η τελειότης έγκειται εις το τέλος, τον σκοπόν.
Το τι ην είναι. Όρος Αριστοτελικός δηλών το είδος, την έννοιάν τινος. Το τι ην είναι ανθρώπω δηλοί την νοητήν ουσίαν του ανθρώπου. Είναι λοιπόν η υπό της διανοίας συλληφθείσα ως αληθής και μόνιμος ουσία του πράγματος, ήτις διά λόγου δηλουμένη είναι ο ορισμός αυτού. Το τι ην είναι=τι ην ή τι εστί το είναι τω ανθρώπω=τι εστίν η ουσία του ανθρώπου.
Φύσις είναι 1ον) η γένεσις παντός, όπερ φύεται· 2ον) η ενυπάρχουσα ύλη, εξ ης προέρχεται παν ό,τι γεννάται· 3ον) η πρώτη αρχή της κινήσεως φυσικού πράγματος, ήτις είναι εν αυτώ και ανήκει εις την ουσίαν του· 4ον) η ουσία των φυσικών όντων, η μορφή και το σχήμα αυτών π.χ. ο χαλκός λέγεται φύσις του ανδριάντος, και τα στοιχεία, το πυρ, η γη, ο αήρ, το ύδωρ, λέγονται φύσις των φυσικών όντων 5ον) το είδος και η ουσία, καθ' όσον το είδος είναι το τέλος, ο σκοπός πάσης γενέσεως. Και μεταφορικώς πάσα ουσία λέγεται φύσις. Κυρίως λοιπόν φύσις είναι το είδος, η ουσία των όντων, τα οποία έχουσιν εν εαυτοίς την αρχήν της κινήσεώς των (των φυτών και των ζώων). Η ύλη καλείται φύσις μόνον, διότι είναι δεκτική τοιαύτης αρχής, του είδους, αι δε γενέσεις λέγονται ύλη, διότι από ταύτης της αρχής προέρχονται. Η εσωτερική αυτή αρχή των φυσικών όντων ενυπάρχει εις αυτά ή δυνάμει ή ενεργεία. Εν τοις έργοις όμως της τέχνης η αρχή αυτή είναι εκτός αυτών και πρώτον εν τη διανοία του τεχνίτου.
Ύλη. (Βλέπε είδος). Είναι έν των συστατικών της Ουσίας. Το έτερον συστατικόν είναι το είδος ή η μορφή, ήτις μετά της ύλης αποτελεί το πραγματικόν Όν. Δεν πρέπει όμως να νοώμεν την αισθητήν μόνον ύλην, ην έχουσι τα αισθητά. Διότι και επί των νοητών διακρίνομεν ύλην και είδος· λ.χ. Αι έννοιαι και αι προτάσεις είναι η ύλη του συλλογισμού. Η μήνις του Αχιλλέως και τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής εν τω στρατώ των Ελλήνων είναι η ύλη της Ιλιάδος. Το αθάνατον όμως έργον του Ομήρου δεν αποτελούσι τα υλικά ταύτα, αλλ' η μορφή, ην έδωκεν εις αυτά η μεγαλοφυία του ποιητού.
Διαίρεσις.
Η περί ψυχής πραγματεία του Αριστοτέλους διαιρείται εις τρία βιβλία. Οι αρχαίοι σχολιασταί έτασσον αυτήν, τρόπον τινά ως εισαγωγήν, προ των άλλων θαυμασίων έργων, τα οποία αποτελούσι την Φυσικήν Ιστορίαν, εις την εγκυκλοπαιδείαν του Αριστοτέλους. Διότι εν αυτή προτίθεται να εξετάση ουχί την ψυχήν καθ' εαυτήν ως μεταφυσικός, αλλά ως φυσιολόγος τα φαινόμενα αυτής, καθ' όσον είναι η αχώριστος «αρχή και ουσία (εντελέχεια) σώματος παραγομένου υπό της φύσεως και έχοντος όργανα διά να δύναται να ζη». Τοιαύτα έμψυχα όντα είναι το φυτόν, το ζώον και ο άνθρωπος. Ούτω διακρίνει· 1) την θρεπτικήν ή φυτικήν ψυχήν, 2) την αισθητικήν ή ζωικήν και 3) την νοητικήν ή ανθρωπίνην, ήτις είναι συνάμα θρεπτική και αισθητική και διά τούτο αυτήν κυρίως εξετάζει ο Αριστοτέλης.
Και εν μεν τω Αω βιβλίω θέτει τα ζητήματα ή τας απορίας, τας οποίας διεγείρει η μελέτη της ψυχής και εγκεφαλαιοί και κρίνει την λύσιν, την οποίαν έδωκαν εις αυτά οι προηγούμενοι φιλόσοφοι. Εν τω Βω δίδει και αποδεικνύει τον ανωτέρω γενικόν ορισμόν της ψυχής, είτα δε εξετάζει το θρεπτικόν, τας αισθήσεις, όρασιν, ακοήν, όσφρησιν, γεύσιν, αφήν και την αίσθησιν (συνείδησιν) της αισθήσεως. Εν τω Γω βιβλίω συμπληροί την θεωρίαν του αισθητικού και έπειτα πραγματεύεται 1) περί της φαντασίας, 2) περί του νου και 3) περί της κινήσεως.
Σημειούμεν ενταύθα ότι προς ευκολίαν του αναγνώστου εθέσαμεν πολλαχού του κειμένου επεξηγήσεις εντός παρενθέσεων, τας δε υπό το κείμενον σημειώσεις ελάβομεν τας πλείστας εξ αρχαίων και νέων σχολιαστών.
ΠΑΥΛΟΣ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Ζητήματα. Κριτική εξέτασις των προγενεστέρων θεωριών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ. Σπουδαιότης και δυσκολίαι της ψυχολογίας.— Μέθοδος.
— Δεν πρέπει μόνη η του ανθρώπου ψυχή να μελετάται. — Ζητήματα προς
λύσιν. — Η ψυχή και το σώμα είναι αχωρίστως ηνωμένα. — Διά τούτο εις
τον φυσιολόγον προ πάντων ανήκει η σπουδή της ψυχής.— Αναφοραί της
φυσικής, των μαθηματικών και της πρώτης φιλοσοφίας.
1. Μολονότι νομίζομεν, ότι πάσα γνώσις και επιστήμη είναι από τα ωραία και πολύτιμα πράγματα, αλλ' ότι άλλη εκ των επιστημών υπερέχει άλλης ή διά την ακρίβειαν αυτής (Σημ 1) (ως τα μαθηματικά), ή διότι είναι γνώσις πραγμάτων υψηλοτέρων και θαυμασιωτέρων (ως η αστρονομία), όμως την ψυχολογίαν δυνάμεθα και διά τους δύο τούτους λόγους δικαίως να θέσωμεν μεταξύ των πρώτων επιστημών. Φαίνεται δε ότι η γνώσις της ψυχής είναι μεγάλη συμβολή εις την γνώσιν της όλης αληθείας (της φιλοσοφίας) και μάλιστα της φύσεως (της φυσικής)· διότι η ψυχή είναι τρόπον τινά η αρχή των όντων, τα οποία έχουσι ζωήν (Σημ 2) Ζητούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν και να μάθωμεν πρώτον την φύσιν και την ουσίαν της ψυχής, έπειτα και πάντα τα συμβεβηκότα και τα φαινόμενα αυτής, από τα οποία άλλα μεν φαίνονται ότι είναι ιδιάζοντα της ψυχής πάθη 1, άλλα δε ότι υπάρχουσι και εις τα ζώα ένεκα της ψυχής 2.
2. Αλλ' οπωςδήποτε είναι βέβαια δυσκολώτατον πράγμα να αποκτήσωμεν αξιόπιστον (θετικήν) γνώσιν αυτής. Διότι, όπως και εις πολλά άλλα πράγματα, ούτω και εδώ προβάλλει το ζήτημα τι είναι η ουσία, τι είναι το πράγμα. Και ήθελέ τις νομίσει αμέσως ότι μία μόνη μέθοδος υπάρχει δι' όλα τα πράγματα, των οποίων θέλομεν να γνωρίσωμεν την ουσίαν, όπως μία μόνη υπάρχει απόδειξις των ιδιαιτέρων ποιοτήτων αυτών, και ότι επομένως πρέπει ταύτην να ζητήσωμεν την μέθοδον. Αλλ' εάν δεν υπάρχη μέθοδος μία και κοινή προς γνώσιν του τι είναι τα πράγματα, ακόμη δυσκολωτέρα γίνεται η πραγματεία αυτή. Διότι τότε θα χρειασθή να εξετάσωμεν δι' έκαστον αυτών ποίαν ιδίαν οδόν θα ακολουθήσωμεν και όταν γείνη φανερόν ποία είναι η οδός αύτη, η απόδειξις 3 η διαίρεσις 4 ή και άλλη τις μέθοδος, πολλαί ακόμη πλάναι θα υπάρχωσι και απορίαι, από ποίας δηλαδή αρχάς πρέπει να ορμηθή η ζήτησις. Διότι αι αρχαί των διαφόρων πραγμάτων διαφέρουσιν αλλήλων άλλαι λ.χ. είναι αι αρχαί των αριθμών (Σημ 3) και άλλαι αι των επιπέδων.
3. Πρώτον δε είναι ίσως αναγκαίον να διακρίνωμεν εις ποίον από τα γένη του είναι ανήκει και τι είναι η ψυχή, αν δηλαδή είναι τούτο το (ατομικόν) πράγμα και ουσία 5 ή είναι ποιόν 6 ή ποσόν 7 ή και άλλη τις από τας αλλαχού αριθμηθείσας κατηγορίας (Σημ 4) Προσέτι δε αν είναι εκ των εν δυνάμει όντων ή μάλλον εντελέχεια (εντελής πραγματικότης)· η διάκρισις δε αυτή έχει ουχί σμικράν σπουδαιότητα 8.
4. Πρέπει να εξετάσωμεν και αν η ψυχή διαιρείται εις μέρη ή είναι αμερής 9 και αν είναι πάσαι αι ψυχαί του αυτού είδους ή όχι 10. Και, αν δεν είναι του αυτού είδους, τότε πρέπει να εξετασθή αν αυταί είναι διάφορα είδη του αυτού γένους ή διάφορα γένη. Διότι σήμερον οι ομιλούντες και ερευνώντες περί ψυχής φαίνονται, ότι περί μόνης της ανθρωπίνης ψυχής πραγματεύονται.
5. Πρέπει δε να προσέξωμεν και όπως μη μείνη ανεξέταστον, αν είς μόνος ορισμός της ψυχής είναι π.χ. του ζώου εν γένει 11 ή υπάρχει διάφορος εκάστης ψυχής ή εκάστου είδους ζώων, άλλος του ίππου λ.χ., άλλος του κυνός, άλλος του ανθρώπου, άλλος του θεού· διότι το καθόλου ζώον 12 ή ουδέν πραγματικόν είναι ή είναι τι πολύ ύστερον παρά τα καθέκαστα (αφηρημένον). Το αυτό δε λέγομεν και αν εις άλλον (διάφορον του ζώου) κοινόν όρον ήθελεν αποδοθή η ψυχή. (Σημ 5)
6. Προσέτι, εάν δεν υπάρχωσι μεν πολλαί ψυχαί, υπάρχωσιν όμως πολλά μέρη (δυνάμεις) της ψυχής, τι εκ των δύο πρέπει να μελετήσωμεν, την όλην ψυχήν προ των μερών, ή αντιστρόφως, πρότερον τα μέρη. Δύσκολον δε είναι και να προσδιορίσωμεν ποία είναι τα μέρη, τα οποία εκ φύσεως διαφέρουσιν απ' αλλήλων, και αν τα μέρη, καθ' εαυτά πρέπει να εξετάσωμεν πρότερον ή τα έργα, την ενέργειαν των μερών λ.χ. την νόησιν πρότερον ή τον νουν 13, την αίσθησιν (ενέργειαν) πρότερον ή το αισθητικόν (δύναμιν)· ομοίως και περί των άλλων.
7. Εάν δε πρέπη να μελετώνται πρότερον αι ενέργειαι, πάλιν δύναταί τις να ερωτήση αν πρέπει πρότερον αυτών να εξετάζωμεν τα αντικείμενα, το αισθητόν ον λ.χ. πρότερον του αισθητικού, το νοητόν προ του νου.
8. Είναι δε φανερόν, ότι ου μόνον η γνώσις του τι είναι τα πράγματα είναι χρήσιμος εις το να ίδωμεν τας αιτίας των συμβεβηκότων των όντων (ως λ.χ. εις τα μαθηματικά πρέπει να γνωρίζωμεν τι είναι το ευθύ και το καμπύλον, ή τι η γραμμή και το επίπεδον, διά να μάθωμεν με πόσας ορθάς είναι ίσαι αι γωνίαι του τριγώνου). Αλλά και τανάπαλιν η γνώσις των συμβεβηκότων συντελεί μεγάλως εις το να γνωρίσωμεν τι είναι το πράγμα. Διότι, όταν δυνάμεθα κατά τας εικόνας τας οποίας σχηματίζει η φαντασία τας οποίας έχομεν των πραγμάτων (Σημ 6) να εξηγώμεν τα συμβεβηκότα, ή πάντα ή τα πλείστα, τότε θα δυνάμεθα κάλλιστα να δίδωμεν λόγον και περί της ουσίας. Διότι η ουσία, το τι είναι το πράγμα, είναι η αρχή και βάσις πάσης αποδείξεως, και επομένως εκείνοι εκ των ορισμών, όπου συμβαίνει να μένωσιν αγνώριστα τα συμβεβηκότα και να μη είναι εύκολον μήτε εικασίαν τινά να σχηματίση τις περί αυτών, είναι προφανές ότι άπαντες ελέχθησαν αντιλογικώς και κενολογικώς. (Σημ 7)
9. Απορίαν δε γεννώσι και τα πάθη της ψυχής, αν είναι πάντα κοινά και του σώματος του έχοντος αυτήν, ή υπάρχει και τι το οποίον ανήκει αποκλειστικώς εις την ψυχήν. Να μάθωμεν τούτο είναι αναγκαίον, αλλ' όχι εύκολον. Είναι όμως φανερόν, ότι κατά τα πλείστα ουδέν πάσχει, ουδέ ενεργεί η ψυχή άνευ του σώματος, ούτε οργίζεται, ούτε θαρρεί, ούτε επιθυμεί, ούτε όλως αισθάνηται άνευ αυτού. Ίδιον δε αυτής φαίνεται προ πάντων η νόησις· εάν δε και η νόησις είναι φαντασία ή δεν δύναται να υπάρχη άνευ φαντασίας 14, τότε ουδ' αυτή θα ηδύνατο να υπάρχη άνευ σώματος. (Σημ 8)
10. Εάν λοιπόν υπάρχη τι εκ των παθημάτων ή των ενεργειών της ψυχής, όπερ ανήκει αποκλειστικώς εις αυτήν, τότε αύτη θα ηδύνατο να χωρίζηται από του σώματος. Εάν όμως μηδέν ίδιον υπάρχη, δεν θα ηδύνατο να υπάρξη χωριστή. Αλλά καθώς το ευθύ, καθ' όσον είναι ευθύ (ευθεία γραμμή λ.χ.), δύναται να έχη πολλά συμβεβηκότα, λ.χ. να εφάπτηται της χαλκής σφαίρας εις τι σημείον, αλλ' όμως, εάν χωρισθή το ευθύ (η ευθύτης ως αφηρημένον) από του σώματος, δεν θα εφάπτηται της σφαίρας, διότι το ευθύ δεν υπάρχει χωριστόν, αλλ' είναι πάντοτε μετά τίνος σώματος 15, ούτω και πάντα τα πάθη της ψυχής είναι ηνωμένα μετά του σώματος, ο θυμός, η πραότης, ο φόβος, ο έλεος, το θάρρος, η χαρά και η φιλία και το μίσος. Διότι συγχρόνως με τα παθήματα ταύτα της ψυχής συμπάσχει κατά τι και το σώμα. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι άλλοτε μεν, αν και ισχυρά και σαφή παθήματα συμβαίνουσιν είς τινα, ουδόλως ερεθίζεται ούτε φοβείται, ενίοτε όμως συγκινείται υπό μικρών και σκοτεινών παθημάτων, όταν το σώμα εξερεθίζηται και έχη την διάθεσιν τοιαύτην, οποίαν έχει όταν οργίζηταί τις. Έτι δε μάλλον φανερόν γίνεται τούτο εκ των εξής: ενώ δηλ. ουδέν συμβαίνει το προξενούν φόβον, πολλοί όμως περιπίπτουσιν εις πάθη ανθρώπου όστις φοβείται. Και, αν τούτο είναι αληθές, είναι φανερόν, ότι τα πάθη είναι λόγοι ένυλοι 16. Και επομένως εκφράσεις τοιαύται (Σημ 9) , ως το οργίζεσθαι, σημαίνουσι κίνησιν του εν τοιαύτη διαθέσει όντος σώματος, ή κίνησιν μέρους τοιούτου ή δυνάμεως τοιαύτης υπό τούτου του πράγματος χάριν τούτου του σκοπού.
11. Διά ταύτα είναι έργον του φυσικού (Σημ 10) να μελετήση την ψυχήν ή όλην ή μερικώς. Άλλως θα ορίση ο φυσικός και άλλως ο διαλεκτικός (φιλόσοφος) έκαστον πάθος της ψυχής, την οργήν λ.χ. Διότι ο μεν θα είπη, ότι η οργή είναι επιθυμία να προξενήση τις λύπην αντί λύπης ή ανάλογον τι, ο δε ότι είναι βρασμός του αίματος ή της θερμότητος πέριξ της καρδίας. Εκ τούτων λοιπόν ο μεν αποδίδει την ύλην, ο δε την μορφήν και την έννοιαν. Διότι η έννοια, ο λόγος είναι η μορφή του πράγματος, και είναι αναγκαίον ούτος να υπάρχη εν ύλη τινί ωρισμένη, εάν μέλλη να υπάρχη το πράγμα. Ούτω λ.χ. η μεν έννοια της οικίας είναι τοιαύτη: οικία είναι σκέπασμα, όπερ εμποδίζει την εκ των ανέμων και βροχών και καυσώνων βλάβην ημών. Αλλ' ο μεν (φυσικός) θα είπη ότι είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, ο άλλος όμως θα είπη ότι η μορφή της οικίας είναι τοιαύτη (Σημ 11) και έχει τοιούτον σκοπόν. Τις λοιπόν τούτων είναι ο φυσικός; άρά γε ο ομιλών περί της ύλης, αγνοών δε τον λόγον; ή ο γνωρίζων μόνον τον λόγον (την έννοιαν); ή μάλλον ο συνενών και τα δύο. Αλλά όποιός τις είναι έκαστος εξ αυτών των δύο ; Βεβαίως ουδείς εξετάζει τα πάθη της ύλης τα μη χωριστά απ' αυτής και καθ' όσον δεν είναι χωριστά, αλλά ο φυσικός ασχολείται περί πάντων, όσα είναι πάθη και ενέργειαι του τοιούτου ωρισμένου σώματος και της τοιαύτης ωρισμένης ύλης. Όσα δε δεν είναι τοιαύτα, άλλος παρά τον φυσικόν εξετάζει αυτά. Και διά τινα μεν ο άλλος ούτος είναι είς τεχνίτης (Σημ 12) , καθώς τύχη, τέκτων ή ιατρός. Εκείνα δε τα πάθη, τα οποία δεν είναι χωριστά, ταύτα, καθ' όσον δεν ανήκουσιν εις τούτο το ωρισμένον σώμα και εξετάζονται κατ' αφαίρεσιν, μελετά ο μαθηματικός, καθ' όσον δε θεωρούνται χωρισμένα, μελετά ο πρώτος φιλόσοφος (ο μεταφυσικός). Αλλ' ας επανέλθωμεν εις την αρχήν του λόγου ημών. Ελέγομεν ότι τα πάθη της ψυχής είναι αχώριστα από της φυσικής ύλης των ζώντων, εν τη οποία τα τοιαύτα υπάρχουσι, π.χ. ο θυμός και ο φόβος, και δεν είναι καθώς η γραμμή και το επίπεδον (τα οποία δύνανται να θεωρώνται χωριστά και άσχετα). 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ. —Αι περί ψυχής υπό των άλλων παραδεδομέναι δοξασίαι
και διά ποίας αιτίας· διά την κίνησιν— δοξασίαι Δημοκρίτου,
Λευκίππου, Πυθαγορείων και Αναξαγόρα. Διά την αισθητικότητα και την
γνώσιν—δόξαι Δημοκρίτου, Θαλή κ.λ. Εξαίρεσις Αναξαγόρα. Διαφορά
θεωριών περί του είδους και του αριθμού των αρχών των
πραγμάτων.
1. Επειδή σκοπούμεν να εξετάσωμεν την ψυχήν, είναι αναγκαίον, ενώ συγχρόνως εκθέτομεν τας απορίας, τας οποίας πρέπει να έχωμεν λύσει, πριν ή προχωρήσωμεν, να συμπαραλάβωμεν τας δοξασίας των προγενεστέρων, όσοι είπον τι περί αυτής, όπως αποδεχθώμεν όσα είπον καλώς, αποφύγωμεν δε ό,τι δεν είπον καλώς.
2. Η αρχή δε της μελέτης ημών είναι να προτάξωμεν τας ιδιότητας, αίτινες σαφέστατα φαίνονται ότι ανήκουν εις την φύσιν της ψυχής. Το έμψυχον βεβαίως φαίνεται ότι διαφέρει του αψύχου κατά δύο προ πάντων, κατά την κίνησιν και την αίσθησιν. Παρελάβομεν δε και παρά των προγενεστέρων μόνα σχεδόν τα δύο ταύτα διακριτικά περί ψυχής. Τω όντι λέγουσί τινες, ότι η ψυχή είναι το κατ' εξοχήν και το πρώτον παράγον την κίνησιν νομίσαντες δε ότι το μη κινούμενον αυτό δεν δύναται να κινή άλλο, υπέλαβον ότι η ψυχή είναι εκ των κινουμένων. Όθεν ο Δημόκριτος λέγει ότι η ψυχή είναι πυρ και θερμόν τι· διότι, ενώ υπάρχουσιν άπειρα σχήματα και άτομα, καλεί πυρ και ψυχήν, τα σφαιροειδή άτομα ομοιάζοντα με τα εν τω αέρι σωμάτια τα καλούμενα ξύσματα, τα οποία φαίνονται εις τας διά των θυρίδων εισερχομένας ηλιακάς ακτίνας. Τα άτομα δε ταύτα διεσπαρμένα πανταχού λέγει ότι είναι στοιχεία της φύσεως. Όμοια εδόξαζε και ο Λεύκιππος. Εκ των ατόμων μόνα τα σφαιροειδή έλεγον ούτοι ότι συνιστώσι την ψυχήν, διότι τα τοιαύτα σωματίδια δύνανται ευχερέστατα να εισδύωσι πανταχού και αυτά κινούμενα να κινώσι τα λοιπά. Διότι επίστευον ότι η ζωή είναι η δίδουσα την κίνησιν εις τα ζώα. Διά τούτο είπον και ότι όρος της ζωής είναι η αναπνοή. Διότι το περιέχον (ο αήρ) συνάγει τα σώματα και ούτως εκθλίβει τα σφαιροειδή κατά το σχήμα άτομα τα δίδοντα την κίνησιν, διότι ουδέποτε ουδ' αυτά ηρεμούσιν εκ τούτου δε επέρχεται μεγάλη βοήθεια εις τα ζώα, διότι έξωθεν επεισέρχονται άλλα όμοια άτομα κατά την αναπνοήν, ταύτα δε εμποδίζουσι τα εν τοις ζώοις υπάρχοντα άτομα από του να εξέρχωνται, διότι βοηθούσι να απωθήται εκείνο όπερ τα συνάγει και πηγνύει. Λέγουσι δε και ότι τα έμψυχα ζώσιν, εφ’ όσον χρόνον δύνανται να εκτελώσι τούτο.
/3./
4. Φαίνεται δε ότι και το υπό των Πυθαγορείων λεγόμενον έχει την αυτήν έννοιαν. Τινές δηλαδή αυτών έλεγον, ότι ψυχή είναι τα εν τω αέρι σμικρά σώματα, άλλοι δε ότι ψυχή είναι η αιτία η κινούσα αυτά. Είπον δε ούτω περί αυτών, διότι ταύτα φαίνονται πάντοτε κινούμενα, και αν έτι υπάρχη τελεία, νηνεμία. Εις το αυτό καταντώσι και όσοι λέγουσιν ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό. Διότι πάντες ούτοι φαίνονται φρονούντες, ότι η κίνησις είναι οικειότατον χαρακτηριστικόν της ψυχής και ότι τα μεν άλλα πάντα κινούνται υπ’ αυτής, αυτή δε κινείται υφ' εαυτής, διότι ουδέν βλέπουσι κινούν, όπερ δεν κινείται και αυτό.
5. Ομοίως δε και ο Αναξαγόρας (Σημ 13) λέγει, ότι η ψυχή είναι η αιτία της κινήσεως, και ει τις άλλος είπεν ότι το παν ο νους κινεί. Αλλ' όμως η δόξα τούτων δεν είναι εντελώς ομοία με την του Δημοκρίτου. Διότι ούτος λέγει, ότι απολύτως η ψυχή και ο νους είναι το αυτό πράγμα· και ότι το μέτρον του αληθούς είναι το αισθητόν φαινόμενον 18 και δια ταύτα καλώς ο Όμηρος παρέστησε τον Έκτορα ότι κατέκειτο αλλοφρονών (Σημ 14) , ότε κατέκειτο αναίσθητος 19 Τον νουν δεν θεωρεί ως δύναμίν τινα προς γνώσιν της αληθείας, αλλά λέγει ότι ψυχή και νους είναι το αυτό. O Αναξαγόρας όμως είναι ολιγώτερον σαφής περί αυτών 20, διότι εις πολλά μέρη λέγει ότι ο νους είναι το αίτιον του καλού και του ορθού, αλλαχού όμως λέγει ότι ο νους είναι η ψυχή· διό ο νους υπάρχει εις όλα τα ζώα, μεγάλα και μικρά, ανώτερα και κατώτερα. Φαίνεται όμως ότι ο λεγόμενος υπ' αυτού νους κατά την νόησιν δεν υπάρχει ομοίως εις πάντα τα ζώα, ουδέ εις πάντας τους ανθρώπους.
6. Όσοι λοιπόν απέβλεψαν εις το ότι το έμψυχον κινείται αφ' εαυτού, ούτοι υπέλαβον ότι η ψυχή είναι το κινητικώτατον ον, όσοι όμως απέβλεψαν εις το ότι η ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα όντα, ούτοι λέγουσιν ότι η ψυχή είναι αυταί αι αρχαί των πραγμάτων, τας οποίας άλλοι μεν παραδέχονται ότι είναι περισσότεραι, άλλοι δε ότι είναι μία μόνη αρχή. O μεν Εμπεδοκλής δοξάζων ότι η ψυχή αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων, και ότι και έκαστον τούτων είναι ψυχή λέγει: «Διά της γης βλέπομεν την γην, διά του ύδατος το ύδωρ, διά του αιθέρος τον θείον αιθέρα, διά του πυρός το καταστρεπτικόν πυρ, διά της στοργής την στοργήν, διά της έριδος την ολεθρίαν έριδα».
7. Κατά τον αυτόν τρόπον και ο Πλάτων εν τω Τιμαίω την ψυχήν συνιστά εκ των στοιχείων 21, Διότι έλεγεν ότι διά του ομοίου γινώσκεται το όμοιον, και ότι τα πράγματα αποτελούνται εκ των αρχών. Τα αυτά εξετέθησαν εν τω συγγράμματι «Περί Φιλοσοφίας» επιγραφόμενον 22, όπου ορίζει, ότι το ζώον αυτό καθ' εαυτό γεννάται εκ της ιδέας του ενός και εκ του πρώτου μήκους και πλάτους και βάθους 23, τα δ' άλλα όντα κατά τον όμοιον τρόπον. Προσέτι δε λέγει κατ' άλλην έποψιν, ότι ο νους μεν είναι το έν επιστήμη δε τα δύο, διότι αφ' ενός τινος κινουμένη φθάνει εις την ενότητα· δόξα δε είναι ο αριθμός του επιπέδου, και αίσθησις ο αριθμός του στερεού. Διότι έλεγεν, ότι οι αριθμοί είναι αυταί αι ιδέαι και αι αρχαί των πραγμάτων, και ότι αποτελούνται εκ των στοιχείων. Γινώσκονται δε τα πράγματα, άλλα μεν διά του νου, άλλα δε διά της επιστήμης, άλλα διά της δόξης και άλλα διά της αισθήσεως, ιδέαι δε των πραγμάτων είναι οι αριθμοί ούτοι.
8. Επειδή δε η ψυχή εθεωρείτο ότι είναι τι το οποίον και κινεί και γινώσκει, τινές 24 συνεδύασαν και τα δύο ταύτα χαρακτηριστικά και ώρισαν ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν.
9. Διαφωνούσιν όμως οι φιλόσοφοι ούτοι περί των αρχών ποίαι και πόσαι είναι αυταί. Μάλιστα οι θεωρούντες αυτάς σωματικάς διαφωνούσι προς τους θεωρούντας αυτάς ασωμάτους· προς τούτους δε διαφωνούσιν εκείνοι, οίτινες συνεδύασαν ταύτα και είπον ότι αι αρχαί είναι εξ αμφοτέρων (σωματικαί και ασώματοι).
10. Διαφωνούσι δε και περί του πλήθους των αρχών (στοιχείων)· οι μεν λέγουσιν ότι είναι μία αρχή, οι δε ότι είναι περισσότεραι, συμφώνως δε με ταύτα εξηγούσι την ψυχήν. Προσέτι δε παρεδέχθησαν, ουχί άνευ λόγου, ότι το να παράγωσι κίνησιν είναι αυτή η φύσις των πρώτων αιτιών.
11. Όθεν τινές εδόξασαν ότι πυρ είναι η ψυχή· διότι το πυρ και μικρότατα έχει τα μέρη και είναι εκ πάντων των στοιχείων το μάλλον ασώματον, προσέτι δε είναι αυτοκίνητον και κινεί τα άλλα πρώτον αυτό.
12. O Δημόκριτος δε σαφέστερον εξηγήθη ειπών την αιτίαν εκάστου των δύο τούτων χαρακτηριστικών 25. Είπε δηλ. ότι ψυχή και νους είναι το αυτό, διότι η ψυχή είναι εν εκ των πρώτων και αδιαιρέτων σωμάτων, και κινεί ένεκα της σμικρότητος των μερών αυτής και ένεκα του σχήματός της· ευκινητότατον δε εκ των σχημάτων έλεγεν ότι είναι το σφαιροειδές, και ότι τοιούτον έχει το σχήμα ο νους και το πυρ.
13. O Αναξαγόρας μεν φαίνεται ότι άλλο θεωρεί την ψυχήν και άλλο το σώμα, ως είπομεν και πρότερον μεταχειρίζεται όμως και τα δύο ως μίαν μόνην φύσιν, πλην ότι τον νουν θέτει προ παντός άλλου ως αρχήν πάντων των πραγμάτων. Ούτω λέγει ότι εκ των όντων μόνος ο νους είναι απλούς και αμιγής και καθαρός· αποδίδει όμως εις μίαν και την αυτήν αρχήν αμφότερα, και το γινώσκειν και το κινείν, διότι λέγει ότι ο νους εκίνησε το παν.
14. Φαίνεται δε ότι και ο Θαλής, εξ όσων αναφέρουσι περί αυτού, υπέλαβεν ότι η ψυχή είναι κινητικόν τι, εάν αληθώς έλεγεν ότι η μαγνήτις λίθος έχει ψυχήν, διότι κινεί τον σίδηρον.
15. Διογένης δε ο Απολλωνιάτης έλεγε, καθώς και άλλοι τινές, ότι η ψυχή είναι αήρ, διότι επίστευσεν ότι εκ πάντων των σωμάτων ο αήρ έχει τα σμικρότατα μέρη και είναι η αρχή πάντων. Και διά τούτο η ψυχή και γινώσκει και κινεί, και καθ' όσον μεν είναι αιτία πρώτη και εκ ταύτης προέρχονται τα λοιπά, γινώσκει τα πράγματα, καθ' όσον δε έχει τα μέρη σμικρότατα, είναι κινητική.
16. Και ο Ηράκλειτος δε έλεγεν, ότι η ψυχή είναι η πρώτη αρχή, διότι παρεδέχετο ότι η ψυχή είναι η αναθυμίασις, εκ της οποίας ούτος συνιστά τα άλλα, και προσέτι ότι η ψυχή είναι το μάλλον ασώματον ον και εν αδιαλείπτω ροή, και ότι το κινούμενον γινώσκεται υπό του κινουμένου. Εφρόνει δε και εκείνος όπως και άλλοι πολλοί, ότι τα όντα είναι εν κινήσει.
17. Ομοίως δε προς τούτους φαίνεται ότι και ο Αλκμαίων εδόξαζε περί ψυχής· λέγει δηλ. ότι αυτή είναι αθάνατος, διότι ομοιάζει με τους αθανάτους· έχει δε το χαρακτηριστικόν τούτο, διότι πάντοτε κινείται· κινούνται δε και πάντα τα θεία αιωνίως, η σελήνη, ο ήλιος, οι αστέρες και ο ουρανός όλος.
18. Άλλοι δε, παχυλωτέρας έχοντες δοξασίας, είπον ότι και ύδωρ είναι η ψυχή, καθώς ο Ίππων. Φαίνονται δε ότι επείσθησαν περί τούτου εκ του ζωικού σπέρματος, διότι εις πάντα τα όντα το σπέρμα είναι υγρόν· διό και μέμφεται τους λέγοντας ότι αίμα είναι η ψυχή, διότι η γονή δεν είναι αίμα, αυτή δε (το σπέρμα) είναι η πρώτη (η στοιχειώδης) ψυχή.
19. Άλλοι όμως, καθώς ο Κριτίας, λέγουσιν ότι η ψυχή είναι το αίμα, διότι παραδέχονται ότι το οικειότατον χαρακτηριστικόν της ψυχής είναι η αίσθησις, ήτις υπάρχει εις την ψυχήν εξ αιτίας της φύσεως του αίματος. Ούτω πάντα τα στοιχεία έλαβον κριτάς (ψήφους) πλην της γης, την οποίαν ουδείς ανεκήρυξεν ως αρχήν της ψυχής, εκτός εάν τις είπεν ότι η ψυχή συνίσταται εκ πάντων των στοιχείων 26 ή ότι είναι πάντα τα στοιχεία.
20. Ορίζουσιν ούτοι πάντες την ψυχήν ούτως ειπείν διά τριών γνωρισμάτων, ήτοι της κινήσεως, της αισθήσεως και της αϋλότητος 27, έκαστον δε εκ τούτων αναφέρεται πάλιν εις τας στοιχειώδεις αρχάς. Διά τούτο και οι ορίζοντες την ψυχήν διά του γνωστικού υπολαμβάνουσιν, ότι αυτή είναι ή στοιχείον ή αποτελείται εκ των στοιχείων, και πάντες λέγουσιν όμοια προς αλλήλους πλην ενός 28, διότι ισχυρίζονται ότι το όμοιον γνωρίζεται διά του ομοίου· και επειδή η ψυχή γινώσκει πάντα, διά τούτο συνιστώσιν αυτήν εκ πασών των αρχών (των στοιχείων).
21. Όσοι λοιπόν 29 λέγουσιν ότι μία μόνη υπάρχει αίτια και έν στοιχείον, ούτοι ισχυρίζονται, ότι και η ψυχή είναι έν στοιχείον, λ. χ. πυρ ή αήρ. Οι δε παραδεχόμενοι περισσοτέρας αρχάς, ούτοι λέγουσιν, ότι η ψυχή είναι πολλαπλή.
22. Μόνος δε ο Αναξαγόρας λέγει, ότι ο νους είναι απαθής και ουδέν κοινόν έχει με τα άλλα πάντα. Αλλά, εάν τοιούτος είναι ο νους, πώς δύναται να γνωρίζη και διά ποίαν αιτίαν, ούτε ο Αναξαγόρας είπεν ούτε εξ όσων έγραψεν είναι φανερόν. Όσοι δε παραδέχονται 30 αντιθέσεις μεταξύ των αρχών, ούτοι και την ψυχήν συνιστώσιν εκ των αντιθέτων· οι δε παραδεχόμενοι 31 το έν εκ των εναντίων, λ.χ. ή θερμόν ή ψυχρόν ή τοιούτον τι άλλο, ούτοι ισχυρίζονται ότι και η ψυχή είναι ομοίως έν εκ τούτων. Διά τούτο τινές παρακολουθούσι και την παραγωγήν των λέξεων και οι μεν λέγοντες ότι η ψυχή είναι το θερμόν, ισχυρίζονται ότι διά τούτο (διά το ζέειν) ωνομάσθη ζωή, οι δε λέγοντες ότι είναι το ψυχρόν, ισχυρίζονται ότι διά την αναπνοήν και την εκ ταύτης ψύξιν εκλήθη ψυχή.
Ταύτα είναι λοιπόν τα περί της ψυχής παραδοθέντα υπό των προγενεστέρων, και ούτοι οι λόγοι δι' ους τοιαύτα είπον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Αναίρεσις των λεγόντων ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής.—
Διαίρεσις της κινήσεως εις αυτοκινησίαν και ετεροκινησίαν. —
Αναίρεσις δόξης Δημοκρίτου—και των θεωριών του Τιμαίου. —Πάσαι αι
θεωρίαι περί ψυχής έχουσι το ελάττωμα ότι δεν εξετάζουσιν και το
σώμα.
1. Πρέπει νυν να εξετάσωμεν πρώτον τα περί της κινήσεως λεχθέντα. Διότι ίσως όχι μόνον είναι ψεύδος το ότι η ουσία της ψυχής είναι τοιαύτη, όπως ισχυρίζονται 32 οι λέγοντες, ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό ή το δυνάμενον να κινή εαυτό, αλλ' είναι των αδυνάτων να έχη κίνησιν 33
2. Ότι λοιπόν δεν είναι αναγκαίον το κινούν να κινήται και αυτό, απεδείχθη πρότερον 34. Επειδή δε κατά δύο τρόπους δύναται παν πράγμα να κινήται, δηλαδή ή υπ' άλλου (καθ' έτερον), ή υφ' εαυτού (καθ' εαυτό), καθ' έτερον λέγοντες εννοούμεν ότι πράγμα τι κινείται, διότι ευρίσκεται εντός άλλου κινουμένου, ως π.χ. οι επιβάται του πλοίου, οίτινες βεβαίως δεν κινούνται ομοίως, όπως κινείται το πλοίον διότι τούτο μεν κινείται καθ' εαυτό, οι δε πλέοντες κινούνται μόνον διότι είναι εντός του κινουμένου. Τούτο δ' είναι φανερόν και εις τα μέλη του σώματος· η βάδισις δηλ. είναι οικεία κίνησις των ποδών, αυτή δε είναι συνάμα και κίνησις του ανθρώπου, αλλ' όμως τώρα δεν είναι οικεία κίνησις των επιβατών. Επειδή λοιπόν κατά δύο τρόπους λέγεται η κίνησις, τώρα ας εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ' εαυτήν ή μόνον μετέχει της κινήσεως (Σημ 15) .