3. Επειδή δε τέσσαρες είναι αι κινήσεις, τοπική κίνησις, μεταβολή, ελάττωσις και αύξησις 35, η ψυχή δυνατόν να κινήται ή κατά μίαν τούτων των κινήσεων ή κατά περισσοτέρας ή κατά πάσας. Και αν κινήται ουχί κατά συμβεβηκός (καθ' έτερον), η κίνησις θα υπάρχη εκ φύσεως εις αυτήν· και αν η κίνησις είναι φυσική εις αυτήν, έχει και οικείον τόπον, διότι πάσαι αι ειρημέναι κινήσεις γίνονται εν τόπω. Εάν δε η ουσία της ψυχής είναι το να κινή εαυτήν, η κίνησις θα υπάρχη εις αυτήν ουχί κατά συμβεβηκός, καθώς υπάρχει λ.χ. εις την λευκότητα ή εις μήκος τριών πήχεων· διότι και ταύτα κινούνται, αλλά κατά συμβεβηκός, ήτοι το σώμα, εν τω οποίω υπάρχουσιν, αυτό κινείται. Διά τούτο και δεν υπάρχει τόπος τούτων (των συμβεβηκότων), της ψυχής όμως θα υπάρχη τόπος, εάν εκ φύσεως κινήται 36.
4. Προσέτι δε εάν φύσει κινήται, δύναται και διά της βίας να κινήται· και αν διά της βίας τότε και εκ φύσεως 37. Ταύτα λέγομεν και περί ηρεμίας. Διότι εις ταύτην την κατάστασιν, εις την οποίαν κινείται τι εκ φύσεως, εις ταύτην φθάνον ομοίως ηρεμεί εκ φύσεως, ομοίως δε και εις ην θέσιν κινείται διά βίας, εκεί και ηρεμεί διά της βίας. Ποίαι δε είναι αι βεβιασμέναι της ψυχής κινήσεις και ηρεμίαι, δεν είναι εύκολον να είπωμεν ουδέ κατ' εικασίαν, εάν θέλωμεν 38.
5. Προσέτι δε, εάν η ψυχή κινήται άνω, είναι πυρ, εάν δε κάτω, είναι γη, διότι των σωμάτων τούτων αυταί είναι αι κινήσεις.
6. O αυτός δε συλλογισμός ισχύει και περί των διαμέσων κινήσεων (εμπρός, οπίσω κ. λ.). Προσέτι, επειδή η ψυχή φαίνεται ότι κινεί το σώμα, εύλογον είναι να δίδη αυτώ τας κινήσεις, τας οποίας και αυτή κάμνει· και αν τούτο είναι αληθές, θα είναι αληθές, και αν είπωμεν αντιστρόφως, ότι τας κινήσεις τας οποίας ποιεί το σώμα, ταύτας κινείται και αυτή. Αλλά το σώμα κινείται κατά τόπον, άρα και η ψυχή μεταβάλλει τόπον ως το σώμα, μετατιθεμένη ή όλη ή κατά μέρη. Και αν τούτο είναι δυνατόν, τότε δύναται και εξελθούσα να εισέλθη πάλιν εις το σώμα. Εκ τούτου δε έπεται το αδύνατον ότι τα αποθανόντα ζώα δύνανται να ανίστανται.
7. Την δε κατά συμβεβηκός κίνησιν 39 η ψυχή θα ηδύνατο και να δεχθή υπ' άλλου· διότι το ζώον δύναται να σπρωχθή διά της βίας. Αλλά δεν είναι ανάγκη εκείνο, όπερ έχει την αυτοκινησίαν εν τη ουσία του, να κινήται υπ' άλλου, ει μη μόνον κατά συμβεβηκός, όπως ουδέ το καθ' αυτό και δι' εαυτό αγαθόν είναι, αγαθόν δι' άλλο και χάριν άλλου. Η δε ψυχή δύναταί τις να είπη ότι, αν κινήται υπό τινος, προ πάντων υπό των αισθητών κινείται.
8. Αλλ' όμως, και αν η ψυχή κινή αυτή εαυτήν, και αυτή πρέπει να κινήται· και αν πάσα κίνησις είναι ως μία μετάστασις του κινουμένου, καθ' όσον κινείται, και η ψυχή πρέπει να μεθίσταται εκ της ουσίας της, εκτός εάν κατά συμβεβηκός κινή εαυτήν, αλλά η αυτοκινησία ανήκει εις αυτήν την ουσίαν της ψυχής.
9. Τινές δε λέγουσι και ότι η ψυχή κινεί ούτω το σώμα, εν τω οποίω είναι, όπως και αυτή κινείται 40. Ούτως ο Δημόκριτος λέγει όμοια σχεδόν με τον Φίλιππον τον κωμωδοδιδάσκαλον, όστις έλεγεν ότι ο Δαίδαλος κατεσκεύασε ξυλίνην Αφροδίτην κινουμένην, εγχύσας χυτόν άργυρον (υδράργυρον). Και ο Δημόκριτος λέγει ομοίως ότι αι αδιαίρετοι σφαίραι (τα άτομα) κινούμεναι, διότι εκ φύσεως ουδέποτε μένουσιν ακίνητοι, συνεφέλκουσι και κινούσι πάντα τα σώματα. Αλλ' ημείς θα ερωτήσωμεν αυτόν, αν και ηρεμίαν παράγουσιν αυταί. Αλλά πώς θα την παραγάγωσιν, είναι δύσκολον ή μάλλον αδύνατον να ειπή 41. Ουδόλως λοιπόν φαίνεται ότι η ψυχή κινεί τοιουτοτρόπως (σωματικώς) το ζώον, αλλά διά θελήσεώς τινος και νοήσεως κινεί αυτό.
10. Κατά τον αυτόν δε τρόπον όπως ο Δημόκριτος και ο Τιμαίος φυσικώς εξηγεί, πώς η ψυχή κινεί το σώμα· λέγει δηλ. ότι κινουμένη αυτή κινεί και το σώμα, μεθ' ου είναι συνδεδεμένη. Διότι λέγουν ότι είναι συντεθειμένη εκ των στοιχείων και διηρημένη κατά τους αρμονικούς αριθμούς, ίνα έχη έμφυτον το αίσθημα της αρμονίας και ίνα όλη εκτελή κινήσεις αρμονικάς, την ευθείαν γραμμήν ο Τίμαιος έκαμψεν εις κύκλον, και διαιρέσας τον ένα κύκλον εις δύο κύκλους κατά δύο σημεία ηνωμένους, πάλιν τον ένα διήρεσεν εις επτά κύκλους, διότι ενόμιζεν ότι αι κινήσεις (αι τροχιαί) του ουρανού είναι αυταί της ψυχής αι κινήσεις.
11. Αλλά πρώτον δεν λέγει ορθώς, ότι η ψυχή είναι μέγεθος 42. Διότι δοξάζει ότι η ψυχή του κόσμου είναι σχεδόν τοιαύτη, οποίος είναι ο καλούμενος νους 43, ουχί δε βεβαίως οποία είναι η αισθητική ψυχή ουδέ οποία είναι η επιθυμητική ψυχή, διότι η κίνησις τούτων δεν είναι κυκλική φορά.
12. O νους όμως είναι είς και συνεχής, όπως και η νόησις· η δε νόησις είναι τα νοήματα· ταύτα δε συνεχόμενα αποτελούσιν ενότητα, όπως ο αριθμός 44 αλλ' ουχί όπως το μέγεθος 45. Διά τούτο ουδέ ο νους είναι συνεχής κατά τοιούτον τρόπον αλλ' είναι ή αμερής ή ουχί συνεχής ως μέγεθός τι. Διότι, αν είναι μέγεθος, πώς νοεί; Νοεί όλος ή διά τινος των μερών του; και το μέρος τούτο έχει μέγεθος ή είναι έν σημείον, αν δύναταί τις και το σημείον να ονομάση μέρος;
13. Εάν δε είναι σημείον, επειδή τα σημεία είναι άπειρα, φανερόν είναι ότι ο νους ουδέποτε θα διατρέξη αυτά. Εάν δε είναι μέγεθος, τότε ο νους νοεί το αυτό πράγμα πολλάκις ή απειράκις 46. Αλλ' ίνα ο νους νοή δύναται και άπαξ να νοήση τι· εάν όμως αρκή η ψυχή να θίξη τα πράγματα δι' οιουδήποτε των μερών της, τις η χρεία να κινήται κυκλικώς ή και να έχη μέγεθος; Εάν δε, ίνα νοή ο νους, αναγκαίον είναι να θίγη τα πράγματα κατά τέλειον κύκλον, προς τι η θίξις διά των μερών; Προσέτι πώς η ψυχή το έχον μέρη θα νοή διά του αμερούς, ή το αμερές πώς θα νοή διά του έχοντος μέρη; Κατ' ανάγκην όμως ο νους είναι ο κύκλος ούτος· διότι κίνησις του νου είναι η νόησις, όπως κίνησις του κύκλου είναι η περιφερική κίνησις.
14. Εάν λοιπόν η νόησις είναι περιφερική κίνησις 47 τότε και ο νους θα είναι αυτός ο κύκλος, του οποίου η νόησις θα είναι η περιφερική κίνησις. Και ο νους θα νοή τι αιωνίως και κατ' ανάγκην, αφού η περιφερική κίνησις είναι αιώνιος. Αλλ' είναι αδύνατον τούτο. Τω όντι τα μεν πρακτικά νοήματα έχουσι πέρατα, διότι πάντα έχουσι σκοπόν άλλον (εξωτερικόν)· τα δε θεωρητικά επίσης περιορίζονται υπό των λόγων. Πας δε λόγος είναι ή ορισμός ή απόδειξις. Και η μεν απόδειξις ορμάται από τινος αρχής και έχει τρόπον τινά ως τέλος τον συλλογισμόν ή το συμπέρασμα. Εάν δε αι αποδείξεις δεν συμπεραίνωσιν, όμως δεν επανέρχονται τουλάχιστον πάλιν εις την αρχήν των, αλλά προσλαμβάνουσαι πάντοτε ένα μέσον και ένα άκρον προχωρούσι κατ' ευθείαν γραμμήν, ενώ η περιφερική κίνησις πάλιν επανακάμπτει εις την αρχήν. Οι δε ορισμοί είναι πάντες πεπερασμένοι.
15. Προσέτι, αν η αυτή περιφερική κίνησις επαναληφθή πολλάκις, πρέπει και ο νους να νοήση πολλάκις το αυτό πράγμα.
16. Προσέτι η νόησις ομοιάζει μάλλον με ηρεμίαν τινά και στάσιν παρά με κίνησιν, ομοίως δε και ο συλλογισμός.
17. Αλλ' ακόμη, ουδέ ευδαιμονίαν φέρει το μη ον εύκολον, αλλά βίαιον. Και αν η κίνησις δεν είναι η ουσία της ψυχής, αύτη θα κινήται παρά την φύσιν της. 48 Δυσάρεστον δε είναι και το να είναι συνδεδεμένη με το σώμα 49 και να μη δύναται να αποχωρισθή απ' αυτού, και προσέτι αποφευκτόν, εάν είναι προτιμότερον εις τον νουν να μη είναι ηνωμένος με το σώμα, καθώς συνήθως λέγεται και πολλοί παραδέχονται.
18. Άγνωστος δε μένει και η αιτία της κυκλικής κινήσεως του ουρανού. Διότι ούτε η ουσία της ψυχής είναι αιτία της κυκλικής φοράς αυτής 50, αλλά κατά συμβεβηκός αυτή κινείται τοιουτοτρόπως. Ούτε το σώμα είναι αίτιον, αλλ' η ψυχή μάλλον είναι αίτιον της κινήσεως του σώματος. Αλλά προσέτι δεν λέγουσιν ουδέ ότι η κίνησις αυτή είναι καλυτέρα κατάστασις· και όμως έπρεπε να ρηθή ότι διά τούτο ο Θεός εποίησε την ψυχήν να κινήται κυκλικώς 51, διότι είναι καλύτερον εις αυτήν να κινήται παρά να μένη ακίνητος και να κινήται ούτως είναι καλύτερον παρά άλλως.
/19. - 21./
22. Αλλ' επειδή η σκέψις αύτη ανήκει μάλλον εις άλλας μελέτας, ας αφήσωμεν τώρα αυτήν. Συμβαίνει όμως και εις ταύτην και εις τας πλείστας των περί της ψυχής θεωριών το άτοπον τούτο· συνδέουσι δηλαδή την ψυχήν με το σώμα και την θέτουσιν εν αυτώ χωρίς να προσδιορίσωσι διά ποίαν αιτίαν γίνεται τούτο και ποία είναι η σχέσις του σώματος με την ψυχήν. Και όμως φανερόν ότι τούτο είναι αναγκαίον διότι ένεκα της κοινωνίας αυτών το μεν ενεργεί, το δε πάσχει, και το μεν κινείται, το δε κινεί· ουδεμία δε των προσαλλήλων τούτων σχέσεων υπάρχει μεταξύ των τυχόντων πραγμάτων.
23. Άλλοι δε επιχειρούσι μόνον να είπωσιν οποίον τι είνε η ψυχή, αλλά περί του σώματος, όπερ θα δεχθή αυτήν, ουδέν πλέον προσδιορίζουσιν, ως εάν ήτο δυνατόν, καθώς λέγουσιν οι Πυθαγορικοί μύθοι, 52 η τυχούσα ψυχή να εισέλθη εις το τυχόν σώμα, διότι είναι φανερόν, ότι έκαστον έχει ίδιον είδος και μορφήν. Παρόμοια δε λέγουσι ταύτα, ως εάν τις ήθελε λέγει ότι η τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς (Σημ 16) , ενώ αναγκαίον είναι η μεν τέχνη να μεταχειρίζηται τα οικεία αυτής όργανα, η δε ψυχή τα σώμα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Αναίρεσις των λεγόντων ότι η ψυχή είναι 1ον αρμονία, 2ον Αριθμός
κινών εαυτόν.
1. Και άλλη τις γνώμη περί ψυχής είναι παραδεδομένη, και πιστευτή υπό πολλών ολιγώτερον ουδεμιάς εκ των ειρημένων, απολογηθείσα δε και εξετασθείσα και εις τους κοινώς γενομένους λόγους· λέγουσι δηλ. ότι η ψυχή είναι αρμονία τις, διότι και η αρμονία είναι μίξις και σύνθεσις εναντίων, και το σώμα σύγκειται εξ εναντίων 53.
2.Αλλά καίτοι η αρμονία (Σημ 17) είναι αναλογία τις ή συνδυασμός των μιχθέντων πραγμάτων, η ψυχή όμως δεν είναι δυνατόν να είναι ουδέν εκ των δύο τούτων. Προσέτι το παράγειν κίνησιν δεν είναι ίδιον της αρμονίας, ενώ εις την ψυχήν προ πάντων αποδίδουσιν αυτό πάντες σχεδόν. Η λέξις πάλιν αρμονία αρμόζει εις την υγίειαν και εν γένει εις τας σωματικάς αρετάς μάλλον παρά εις την ψυχήν. Φανερώτερον δε γίνεται τούτο, εάν δοκιμάσωμεν να αποδώσωμεν τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής δι' αρμονίας τινός· διότι είναι πολύ δύσκολον να τα συναρμόσουμεν.
/3. - 4./
5. Προσέτι μεταχειριζόμεθα την λέξιν αρμονίαν αποβλέποντες εις δύο σημασίας· κυριώτατα μεν εκφράζομεν την σύνθεσιν μεγεθών θεωρουμένων εις πράγματα, άτινα έχουσι κίνησιν και θέσιν, όταν ταύτα 54 συναρμόζωνται ούτως, ώστε δεν δύνανται να παραδεχθώσι μεταξύ των ουδέν ομογενές. Έπειτα δε δηλούμεν και την αναλογίαν των μεμιγμένων πραγμάτων. 55 Αλλ' ούτε κατά την μίαν ούτε κατά την άλλην σημασίαν δυνάμεθα ευλόγως να καλώμεν την ψυχήν αρμονίαν. Η μεν σύνθεσις των μερών του σώματος ευκόλως δύναται να εξετασθή. Διότι αι συνθέσεις των μερών τούτων είναι και πολλαί και κατά διαφόρους τρόπους. Τίνων όμως μερών και κατά ποίον τρόπον είναι σύνθετος ο νους; ή και το αισθητικόν ή το ορεκτικόν; Ομοίως άτοπον είναι να υπολαμβάνωμεν ότι η ψυχή είναι λόγος της μίξεως. Διότι η μίξις των στοιχείων εις την μόρφωσιν της σαρκός δεν έχει τον αυτόν λόγον (αναλογίαν), τον οποίον έχει η μίξις των στοιχείων του οστού. θα συμβή λοιπόν (το άτοπον) να έχη έκαστος ημών πολλάς ψυχάς καθ' όλον το σώμα, εάν όντως πάντα τα μέρη του σώματος αποτελούνται εκ στοιχείων μεμιγμένων, ο δε λόγος της μίξεως είναι η αρμονία και η ψυχή.
6. Ηδύνατό τις και τούτο να ερωτήση τον Εμπεδοκλέα 56, ο οποίος λέγει ότι έκαστον των μικτών αυτών στοιχείων υπάρχει υπό τινος αναλογίας διωρισμένον: τι εκ των δύο, η ψυχή είναι ο λόγος ούτος, ή μάλλον άλλο τι ούσα η ψυχή προσφύεται εις τα μέλη του σώματος; Προσέτι η φιλία (ο έρως) είναι αιτία της τυχούσης μίξεως ή της κατά λόγον μίξεως; και αυτή η φιλία είναι ο λόγος ή άλλο τι διάφορον παρά τον λόγον;
7. Ταύτα λοιπόν τοιαύτας γεννώσιν απορίας. Εάν η ψυχή είναι τι διάφορον της μίξεως, διατί άρά γε αυτή φθείρεται άμα ως φθείρεται η σαρξ και τα άλλα μέρη του ζώου; Προς τούτοις εάν έκαστον των μερών του σώματος δεν έχη ψυχήν, και εάν η ψυχή δεν είναι ο λόγος της μίξεως, τι είναι εκείνο όπερ φθείρεται όταν η ψυχή απολείπη το σώμα; Ότι λοιπόν ούτε αρμονία δύναται να είναι η ψυχή ούτε να κινήται κυκλικώς, είναι φανερόν εξ όσων είπομεν.
8. Αλλά ως ανωτέρω είπομεν, κατά συμβεβηκός 57 δύναται να κινήται η ψυχή και να κινή αυτή εαυτήν, καθώς π.χ. δύναται να κινήται μετά του σώματος εν τω οποίω ευρίσκεται, τούτο δε να κινήται υπό της ψυχής· άλλως δε δεν δύναται να κινήται κατά τόπον η ψυχή.
9. Αλλά μετά μείζονος λόγου δύναταί τις να αμφιβάλη περί αυτής αν κινείται, αποβλέψας εις τα εξής: Λέγομεν δηλαδή ότι η ψυχή χαίρει, λυπείται, θαρρεί, φοβείται, προσέτι οργίζεται, αισθάνεται και διανοείται, ταύτα δε πάντα φαίνονται ότι είναι κινήσεις· και εκ τούτου ήθελε νομίσει τις ότι η ψυχή κινείται.
10. Αλλά τούτο 58 δεν είναι αναγκαίον συμπέρασμα. Διότι και αν βεβαίως το λυπείσθαι ή χαίρειν ή διανοείσθαι είναι κυριώτατα κινήσεις, και αν έκαστον των παθών τούτων είναι μία κίνησις, πλην είναι κίνησις ουχί της ψυχής, αλλά παράγεται υπό της ψυχής, π.χ. το οργίζεσθαι ή το φοβείσθαι είναι το να κινήται η καρδία κατά ωρισμένον τρόπον, και το διανοείσθαι είναι αύτη ίσως ή άλλη τις ανάλογος κίνησις. Τα πάθη δε ταύτα συμβαίνουσιν άλλα μεν διά τοπικής μεταθέσεως στοιχείων τινών του σώματος κινουμένων, άλλα δε δι' αλλοιώσεως, αλλά ποία είναι και πώς γίνονται τα πάθη ταύτα πραγματευόμεθα αλλαχού.
11. Αλλά να λέγωμεν ότι η ψυχή οργίζεται είναι το αυτό ως να λέγωμεν, ότι η ψυχή υφαίνει ή οικοδομεί· διό ορθότερον ίσως είναι να μη λέγωμεν ότι η ψυχή ελεεί, ή μανθάνει ή διανοείται, αλλ' ότι ο άνθρωπος ποιεί ταύτα διά της ψυχής· και ταύτα χωρίς να νομίζωμεν ότι η κίνησις είναι εν τη ψυχή, αλλά ότι έρχεται άλλοτε μεν μέχρις αυτής, άλλοτε δε απ' αυτής. Ούτως η μεν αίσθησις κινείται από τούτων των εκτός πραγμάτων, ενώ εν τη αναμνήσει η κίνησις γίνεται απ' αυτής της ψυχής προς τους ερεθισμούς ή τας εντυπώσεις τας διαμένουσας εν τοις αισθητηρίοις 59.
12. O δε νους φαίνεται ότι είναι ουσία τις, ήτις γενάται εις την ψυχήν και δεν φθείρεται· διότι άλλως θα εφθείρετο προ πάντων υπό της κατά το γήρας εξασθενήσεως. Αλλ' ενταύθα συμβαίνει ίσως ό,τι επί των αισθητηρίων οργάνων· διότι αν ο γέρων ηδύνατο να έχη ακόμη το όμμα εν ωρισμένη τινί καταστάσει θα έβλεπεν όπως και ο νέος. Ώστε το γήρας δεν έρχεται εκ πάθους τινός της ψυχής, αλλ' εκ πάθους του σώματος, εν τω οποίω αυτή υπάρχει, όπως συμβαίνει εις τας μέθας και τας νόσους.
13. Και η νόησις δε και η θεωρία μαραίνονται, διότι άλλο τι εντός ημών φθείρεται (λ.χ. Η ζωτική δύναμις), αλλ' η αρχή καθ' εαυτήν είναι απαθής. Η δε διανόησις και η φιλία ή το μίσος 60 δεν είναι πάθη εκείνης, αλλά τούτου του έχοντος αυτήν (του σώματος), καθ' όσον έχει αυτήν. Διό και όταν τούτο φθείρεται, ούτε μνήμη ούτε αγάπη υπάρχει, διότι ταύτα δεν είναι πάθη του νου αλλά του κοινού τούτου πράγματος 61, όπερ κατεστράφη. Ο νους όμως είναι τι θείον και απαθές 62.
14. Ότι λοιπόν η ψυχή δεν είναι δυνατόν να κινήται είναι φανερόν εκ των ειρημένων εάν δε μηδόλως κινήται, φανερόν ότι ουδέ αυτοκίνητος είναι.
15. Αλλά πολύ περισσότερον παρά τα ειρημένα είναι παράλογον το να δοξάζωσιν 63 ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν. Διότι υπάρχουσιν εις την θεωρίαν ταύτην αδύνατα πράγματα, πρώτον μεν τα προερχόμενα εκ της κινήσεως, ειδικώς δε εκ τούτου, ότι την ψυχήν λέγουσιν ότι είναι αριθμός. Διότι πώς πρέπει να νοώμεν μονάδα κινουμένην; και υπό τίνος και πώς κινείται, ενώ δεν έχει ούτε μέρη ούτε διαφοράς; Διότι, εάν κινή και κινήται, πρέπει να έχη διαφοράς. Προσέτι δε, επειδή λέγουσιν ότι η γραμμή κινουμένη παράγει επιφάνειαν, το δε σημείον κινούμενον παράγει γραμμήν, άρα και αι κινήσεις των μονάδων θα είναι γραμμαί 64, διότι το σημείον είναι μονάς κατέχουσα θέσιν. O αριθμός λοιπόν της ψυχής είναι που και κατέχει θέσιν.
16. Προσέτι εάν από αριθμόν αφαιρέση τις αριθμόν ή μονάδα, μένει υπόλοιπον άλλος (διάφορος) αριθμός. Αλλά τα φυτά και πολλά των ζώων 65 όταν διαιρεθώσι, ζώσιν ακόμη και φαίνονται ότι έχουσι την αυτήν ψυχήν κατά το είδος.
17. θα ενόμιζέ τις ότι ουδόλως διαφέρει το να λέγη μονάδας ή μικρά σωμάτια 66. Διότι και αι μικραί σφαίραι του Δημοκρίτου, εάν θεωρηθώσιν ως σημεία, μόνον δε μένη το ποσόν, θα υπάρχη εν τω ποσώ τούτω 67 έν μέρος κινούν και έν μέρος κινούμενον, καθώς εις παν συνεχές ποσόν. Διότι το ρηθέν συμπέρασμα δεν στηρίζεται εις την κατά το μέγεθος ή την σμικρότητα διαφοράν, αλλά μόνον εις το ποσόν· διά τούτο κατ' ανάγκην θα υπάρχη τι όπερ θέτει εις κίνησιν τας μονάδας. Και εάν εν τω ζώω η ψυχή είναι το κινούν, αυτή θα είναι το κινούν και εν τω αριθμώ. Ώστε η ψυχή δεν είναι το κινούν και το κινούμενον, αλλά μόνον το κινούν.
18. Και όμως πώς είναι δυνατόν να είνε αυτή μονάς; διότι πρέπει να έχη διαφοράν τινα προς τας άλλας μονάδας. Αλλά ποίαν διαφοράν δύναται να έχη σημείον λαμβανόμενον ως μονάς πλην της θέσεως; 68 Εάν λοιπόν αι υλικαί μονάδες και τα σημεία τα οποία υπάρχουσιν εν τω σώματι είναι διάφορα, αι μονάδες θα είναι εν τω αυτώ τόπω όπου και τα σημεία. Διότι η μονάς θα καταλάβη τον τόπον του σημείου. Και τότε τι εμποδίζει να υπάρχη απειρία μονάδων εν τω αυτώ τόπω, εάν θα υπάρχωσι δύο; όπερ είναι άτοπον, διότι τα πράγματα των οποίων ο τόπος είναι αδιαίρετος είναι και αυτά αδιαίρετα.
19. Εάν δε τα σημεία τα υπάρχοντα εν τω σώματι είναι ο αριθμός της ψυχής, ή αν ο αριθμός των εν τω σώματι σημείων είναι η ψυχή, διατί δεν έχουσι ψυχήν όλα τα σώματα 69; Διότι εις άπαντα τα σώματα φαίνεται ότι υπάρχουσι σημεία, και ταύτα άπειρα.
20. Προσέτι δε πώς είναι δυνατόν να χωρίζωνται αι ψυχαί και να απολύωνται από των σωμάτων 70, αφού αι γραμμαί δεν διαιρούνται εις σημεία; 71
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Συνέχεια της αναιρέσεως των λεγόντων ότι η ψυχή είναι αριθμός
(Σημ 18)
κινών εαυτόν.— Αναίρεσις της θεωρίας ότι η ψυχή αποτελείται εκ των
στοιχείων, πυρός, αέρος κ.λ., και ότι γνωρίζει τα πράγματα μόνον
διότι είναι όμοια με αυτά.— Η ψυχή δεν δύναται να είναι διεσπαρμένη
εις το σύμπαν. — Η ψυχή ενεργεί πάντοτε όλη; ή εκάστη ενέργεια αυτής
γίνεται διά τίνος εκ των μερών αυτής;
1. Ιδιαίτερον άτοπον συμβαίνει εδώ, καθώς είπομεν, αφ' ενός μεν διότι λέγουσιν ούτοι το αυτό με τους δοξάζοντας ότι η ψυχή είναι σώμα έχον λεπτότατα μέρη, εξ άλλου δε διότι παραδέχονται ότι το σώμα κινείται υπό της ψυχής καθ' ον τρόπον λέγει ο Δημόκριτος. Διότι, αν η ψυχή είναι εις παν αισθανόμενον σώμα, εξ ανάγκης υπάρχουσιν εν αυτώ δύο σώματα, αφού η ψυχή είναι σώμα τι. Κατά δε τους λέγοντας ότι η ψυχή είναι αριθμός, εξ ανάγκης συμβαίνει το άτοπον εις το έν σημείον να υπάρχωσι πολλά σημεία ή παν σώμα να έχη ψυχήν, εκτός εάν η ψυχή γίνεται αριθμός διαφορετικός και άλλος παρά τα υπάρχοντα εν τω σώματι σημεία.
2. Συμβαίνει άρα να κινήται το ζώον υπό του αριθμού καθώς και ο Δημόκριτος, ως είπομεν, εξήγει την κίνησιν αυτού. (Σημ 19) Διότι τι διαφέρει να λέγη τις ότι σφαίραι μικραί ή μονάδες μεγάλαι, ή απλώς μονάδες κινούνται; Διότι κατ' αμφοτέρας τας περιπτώσεις το ζώον κατ' ανάγκην κινείται μόνον, διότι αι μονάδες κινούνται.
3. Εις τους συνδυάζοντας λοιπόν και συνταυτίζοντας κίνησιν και αριθμόν και ταύτα συμβαίνουσι τα άτοπα και πολλά άλλα τοιαύτα. Διότι όχι μόνον είναι αδύνατος τοιούτος ορισμός της ψυχής, αλλά και αδύνατον συμβεβηκός αυτής. Είναι δε τούτο φανερόν εις εκείνον, όστις ήθελεν επιχειρήσει να εξηγήση κατά την δοξασίαν ταύτην τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής, συλλογισμούς, αισθήσεις, ηδονάς, λύπας και όσα άλλα τοιαύτα· διότι, καθώς είπομεν πρότερον, δεν είναι εύκολον ουδέ εικασίαν τινά να σχηματίσωμεν περί των λειτουργιών τούτων.
4. Ενώ λοιπόν παρεδόθησαν εις ημάς τρεις τρόποι καθ' ους ορίζουσι την ψυχήν (Σημ 20) , άλλοι δηλ. είπον ότι είναι το κινητικώτατον ον, διότι είναι αυτοκίνητον, άλλοι δε ότι είναι σώμα έχον μικρότατα μέρη ή το μάλλον ασώματον των άλλων, διεξήλθομεν πάσας σχεδόν τας απορίας και τας αντιρρήσεις, τας οποίας οι δύο τρόποι ούτοι παρουσιάζουσιν.
5. Απολείπεται δε να ίδωμεν πως δοξάζουσιν ότι η ψυχή σύγκειται εκ των στοιχείων. Διότι λέγουσι μεν ούτω, ίνα εξηγήσωσι πως η ψυχή αισθάνεται τα όντα και γινώσκει έκαστον αυτών, αλλά αναγκαίως συμβαίνουσι πολλά τα αδύνατα εν τη δοξασία ταύτη. Διότι υποθέτουσιν ότι το όμοιον γινώσκει, το όμοιον, ωσανεί υπελάμβανον ότι η ψυχή είναι αυτά τα πράγματα. Αλλά ταύτα δεν είναι τα μόνα, άπερ η ψυχή γινώσκει, αλλά και πολλά άλλα, μάλλον δε είναι ίσως άπειρα, εκ τούτων των στοιχείων αποτελούμενα 72. Έστω λοιπόν ότι η ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα στοιχεία 73 εξ ων αποτελείται έκαστον των πραγμάτων, αλλά πώς θα αισθανθή ή θα γνωρίση το σύνολον πράγματός τινος. π.χ. Τί εστι θεός ή άνθρωπος ή σαρξ ή οστούν; ομοίως δε και άλλο οτιδήποτε εκ των συνθέτων. Διότι ουχί βεβαίως καθ' οιονδήποτε τύχωσι τρόπον τα στοιχεία αποτελούσιν έκαστον πράγμα, αλλά κατά τινα λόγον και σύνθεσιν, καθώς και ο Εμπεδοκλής λέγει περί του οστού: «η δε ερασμία γη εις τας ευστέρνους χοάνας αυτής εκ των οκτώ μερών έλαβε δύο μέρη εκ του λαμπρού υγρού, τέσσαρα δε εκ του Ηφαίστου, τα δε οστά εγένοντο λευκά». 74 Δεν αρκεί λοιπόν να υπάρχωσι τα στοιχεία εν τη ψυχή, εάν δεν υπάρχωσιν εν αυτή και οι λόγοι και η σύνθεσις. Διότι έκαστον στοιχείον θα γνωρίζη μόνον το όμοιον του, και ουδέν θα γνωρίζη το οστούν ή τον άνθρωπον, εκτός εάν και ταυτά θα υπάρχωσιν εν τη ψυχή· αλλά ότι τούτο είναι αδύνατον, δεν είναι χρεία να είπωμεν. Διότι τις δύναται να αμφιβάλη αν εν τη ψυχή υπάρχη λίθος ή άνθρωπος; Ομοίως δε και περί του αγαθού και του μη αγαθού 75 και περί των άλλων.
/6./
7. Προσέτι, επειδή το ον λέγεται κατά πολλάς σημασίας, (διότι σημαίνει τούτο το άτομον, έπειτα το ποσόν ή ποιόν ή και άλλην τινά εκ των κατηγοριών, ας διεκρίναμεν), άρά γε η ψυχή εξ απασών συνίσταται ή ου; Αλλά δεν πιστεύεται ότι υπάρχουσι στοιχεία κοινά πασών των κατηγοριών. 76 Άρα λοιπόν η ψυχή θα συνίσταται εκ μόνων των στοιχείων, όσα είναι της ουσίας; Πώς λοιπόν τότε γνωρίζει και έκαστον των άλλων στοιχείων; Ή θα ισχυρισθώσιν ότι δι' έκαστον γένος υπάρχουσι στοιχεία και αρχαί ιδιαίτεραι, εξ ων συνέστη η ψυχή; θα είναι λοιπόν τότε αυτή ποσόν και ποιόν και ουσία 77. Αλλ' είναι αδύνατον εκ των στοιχείων του ποσού να αποτελήται ουσία και ουχί ποσόν. Οι λέγοντες λοιπόν ότι η ψυχή γίνεται εκ πάντων των στοιχείων περιπίπτουσιν εις ταύτα και άλλα τοιαύτα άτοπα.
8. Αλλ' άτοπον είναι και το να λέγωσιν ότι είναι απαθές το όμοιον υπό του ομοίου, αλλ' ότι το όμοιον αισθάνεται το όμοιον και ότι γινώσκομεν το όμοιον διά του ομοίου, ενώ συγχρόνως παραδέχονται, ότι η αίσθησις είναι πάθος και κίνησις, ομοίως δε και η νόησις και η γνώσις.
9. Ότι δε πολλάς απορίας και δυσκολίας γεννά το να ισχυρίζονται, ως ο Εμπεδοκλής, ότι έκαστον πράγμα γνωρίζομεν διά των σωματικών στοιχείων, και ότι τα όμοια γινώσκονται διά των ομοίων, μαρτυρούσι τα νυν λεχθέντα 78. Όσα τωόντι εκ γης μέρη υπάρχουσιν εν τοις σώμασι των ζώων, οστά, νεύρα 79, τρίχες φαίνονται ότι ουδόλως αισθάνονται, και επομένως ουδέ τα όμοια με αυτά. Και όμως έπρεπε κατ' εκείνους να αισθάνωνται τα όμοια.
10. Προσέτι, εις εκάστην εκ των αρχών θα υπάρχη περισσοτέρα άγνοια παρά γνώσις· διότι εκάστη θα γινώσκη εν μόνον 80, θα αγνοή δε πολλά, δηλ. πάντα τα άλλα· συμβαίνει δε ούτω ο θεός να είναι αφρονέστατον ον κατά τον Εμπεδοκλέα· διότι μόνος ούτος αγνοεί εν των στοιχείων, το νείκος, ενώ πάντα τα θνητά το γνωρίζουσιν, αφού έκαστον τούτων αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων.
11. Εν γένει δε, διά τίνα αιτίαν πάντα τα όντα δεν έχουσι ψυχήν, αφού πάντα είναι έν στοιχείον ή αποτελούνται εξ ενός ή εκ περισσοτέρων ή εκ πάντων των στοιχείων; Έκαστον πρέπει να γνωρίζη ή έν ή τινά ή πάντα τα πράγματα.
12. Αλλά δύναταί τις να ερωτήση: και τι άρά γε είναι το συνενούν αυτά εν τοις πράγμασι 81; διότι τα στοιχεία ομοιάζουσι προς υλικά όντα 82, κυριώτατον δε είναι εκείνο όπερ συνέχει τα άλλα, οιονδήποτε και αν είναι τούτο, αδύνατον όμως να υπάρχη τι ανώτερον της ψυχής και άρχον αυτής, και έτι μάλλον αδύνατον να υπερέχη και άρχη του νου. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι ο νους είναι προγενέστερος και κυρίαρχος κατά φύσιν, ενώ εκείνοι λέγουσιν ότι τα στοιχεία είναι πρώτα των όντων.
13. Πάντες δε όσοι διά την γνώσιν και την αίσθησιν των όντων, ας έχει η ψυχή, λέγουσιν ότι αυτή σύγκειται εκ των στοιχείων, και όσοι λέγουσιν ότι είναι το κινητικώτατον των όντων, δεν ομιλούσι περί πάσης της ψυχής. Διότι ουχί πάντα όσα αισθάνονται είναι αίτια κινήσεως· τουναντίον φαίνεται τινά των ζώων ότι είναι στάσιμα εν τόπω 83 και όμως πιστεύεται ότι κατά μόνην την τοπικήν κίνησιν η ψυχή κινεί το ζώον. Όμοια προς ταύτα αντιτάσσονται και εις όσους τον νουν και την αίσθησιν υπολαμβάνουσιν, ότι σύγκεινται εκ στοιχείων. Διότι και τα φυτά ζώσι χωρίς να μετέχωσι τοπικής κινήσεως και αισθήσεως και εκ των ζώων πολλά δεν έχουσι διάνοιαν.
14. Εάν δε τις και ταύτα παραχωρήση και υποθέση ότι ο νους είναι μέρος της ψυχής, ομοίως όπως είναι και η αίσθησις, ουδέ ούτω θα έλεγε καθόλου περί πάσης ψυχής, ουδέ περί ενός ολοκλήρου είδους αυτής.
15. Το αυτό πάσχει και η εξήγησις της ψυχής, ην δίδουσι τα καλούμενα ορφικά έπη· λέγουσι δηλ. «ότι η ψυχή εκ του σύμπαντος εισέρχεται εις τα ζώα, όταν αναπνέωσι, φερομένη υπό των ανέμων». Αλλά τούτο βέβαια δεν συμβαίνει εις τα φυτά 84 ουδέ είς τινα ζώα, αφού δεν αναπνέουσι πάντα. Τούτο όμως διέφυγε τους έχοντας τας δοξασίας ταύτας.
16. Και εάν έτι πρέπη να συστήσωμεν την ψυχήν εκ των στοιχείων, δεν είναι ανάγκη να την συστήσωμεν εκ πάντων των στοιχείων διότι αρκεί το έτερον μέρος της αντιθέσεως, ίνα κρίνη εαυτό και το αντίθετον· λ.χ. διά του ευθέος γινώσκομεν και αυτό το ευθύ και το καμπύλον, διότι κριτήριον και των δύο είναι ο κανών, ενώ το καμπύλον ούτε του καμπύλου ούτε του ευθέος είναι κριτήριον.
17. Τινές δε λέγουσιν ότι η ψυχή είναι διακεχυμένη εις το σύμπαν, και εκ τούτου ίσως ο Θαλής εδόξασεν, ότι πάντα είναι πλήρη θεών.
18. Αλλά και αυτή η δόξα εγείρει πολλάς απορίας. Τω όντι διά ποίαν αιτίαν η ψυχή η υπάρχουσα εν τω αέρι ή εν τω πυρί δεν παράγει ζώον, ενώ εν τοις μικτοίς 85 παράγει, μολονότι φαίνεται εις αυτούς ανωτέρα η εν τοις δύο εκείνοις στοιχείοις υπάρχουσα;
19. Δύναταί τις να επερωτήση και διά ποίαν αιτίαν η εν τω αέρι ψυχή είναι ανωτέρα και μάλλον αθάνατος της υπαρχούσης εν τοις ζώοις.
20. Κατ' αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις συμβαίνει, έν άτοπον και έν παράλογον. Διότι το να λέγωμεν ότι το πυρ ή ο αήρ είναι ζώον, είναι από τα παραλογώτατα πράγματα, αλλά και να μη λέγωμεν αυτά ζώα, ενώ είναι έμψυχα, επίσης είναι άτοπον.
21. Φαίνεται ότι ούτοι υπέθεσαν, ότι υπάρχει ψυχή εν τοις απλοίς τούτοις σώμασι, διά τον λόγον ότι το όλον είναι 86 του αυτού είδους με τα μέρη του, ώστε ηναγκάσθησαν να είπωσιν ότι και η ψυχή είναι ομοειδής με τα μέρη της, εάν αληθώς τα ζώα γίνωνται έμψυχα λαμβάνοντά τι του περιέχοντος (αέρος) εντός αυτών. Αλλ' όμως εάν ο αήρ ο διακεχυμένος είναι ομοειδής, η δε ψυχή σύγκειται εκ μερών ανομοίων, προδήλως έν μέρος αυτής θα υπάρχη εν τω αέρι, άλλα δε δεν θα υπάρχωσιν εν αυτώ αναγκαίως· λοιπόν η ψυχή ή είναι ομοιομερής 87 ή δεν υπάρχει εις παν οιονδήποτε μέρος (στοιχείον) του παντός.
22. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ούτε την γνώσιν έχει η ψυχή διά τον λόγον ότι συνίσταται εκ των στοιχείων, ούτε λέγεται ορθώς και αληθώς ότι κινείται.
23. Επειδή δε η γνώσις ανήκει εις την ψυχήν και η αίσθησις και η δόξα, προσέτι δε η επιθυμία και η βούλησις και γενικώς αι ορέξεις, γίνεται δε και η τοπική κίνησις εις τα ζώα υπό της ψυχής, προσέτι δε αύξησις αυτών και ακμή και φθίσις, άρά γε εις όλην την ψυχήν υπάρχει εκάστη των λειτουργιών τούτων, διά πάσης δηλ. της ψυχής νοούμεν και αισθανόμεθα και κινούμεθα και έκαστον των άλλων ποιούμεν και πάσχομεν, ή άλλα τούτων δι' άλλων μερών της ψυχής; και η αρχή της ζωής είναι εις έν των μερών τούτων ή εις περισσότερα ή εις όλα; Ή υπάρχει πλην της ψυχής άλλο τι αίτιον της ζωής; 88 (Σημ 21)
24. Λέγουσι βεβαίως τινές ότι η ψυχή είναι διαιρετή, και άλλο μεν μέρος νοεί 89, άλλο δε επιθυμεί 90. Αλλά τι λοιπόν τότε συνέχει τα μέρη της ψυχής, εάν, είναι φύσει διηρημένη; Βεβαίως ουχί το σώμα· διότι τουναντίον η ψυχή πιστεύεται μάλλον ότι συνέχει το σώμα, και άμα εξέλθη η ψυχή εκπνέει το σώμα και σήπεται. Εάν λοιπόν άλλο τι κάμνη αυτήν μίαν, το άλλο τούτο βεβαίως θα ήτο αυτή η ψυχή. Αλλά θα χρειασθή πάλιν να ερωτήσωμεν: είναι και τούτο έν ή έχει πολλά μέρη; και αν είναι έν, διατί δεν είναι αμέσως και η ψυχή έν; εάν δε είναι διηρημένον, πάλιν ο λόγος θα ζήτηση τι συνέχει τα μέρη αυτού, και ούτω θα προχωρή επ' άπειρον η πρόοδος.
25. Δύναταί τις δε να απορήση και περί των μερών της ψυχής, ποίαν δύναμιν έχει έκαστον αυτών εις το σώμα; Διότι, αν ολόκληρος η ψυχή όλον το σώμα συνέχη, έπεται ότι και έκαστον των μερών αυτής συνέχει μέρος τι του σώματος. Αλλά τούτο φαίνεται αδύνατον. Διότι ποίον μέρος ή πώς θα συνέχη αυτό ο νους, είναι δύσκολον και να φαντασθή τις.
26. Φαίνεται δ' ότι όχι μόνον τα φυτά, όταν διαιρεθώσιν, εξακολουθούσι να ζώσιν, αλλά και εκ των ζώων έντομά τινα ζώσιν, ώστε τα τμήματα έχουσι μίαν ψυχήν την αυτήν κατά το είδος, καίτοι ουχί και κατά τον αριθμόν 91, διότι έκαστον των χωρισθέντων μερών αισθάνεται και κινείται κατά τόπον επί τινα χρόνον· και εάν δεν εξακολουθώσιν ούτω να ζώσι, δεν πρέπει να απορώμεν διότι δεν έχουσιν όργανα, ίνα διατηρήσωσι την φύσιν αυτών. Ουχ ήττον όμως εις καθέν των σωματικών μερών υπάρχουσιν όλα τα μέρη της ψυχής τα οποία, είναι ομοειδή προς άλληλα και προς την όλην ψυχήν, προς άλληλα μεν ως όντα αχώριστα, προς δε την όλην ψυχήν ως ούσαν διαιρετήν 92.
27. Και η αρχή δε, ήτις είναι εν τοις φυτοίς, φαίνεται ότι είναι ψυχή τις· διότι τα φυτά και τα ζώα μόνην ταύτην την ψυχήν 93 έχουσι κοινήν. Και η τοιαύτη μεν ψυχή δύναται να υπάρχη χωριστή από της αισθητικής αρχής, άνευ όμως αυτής ουδέν ον έχει αίσθησιν.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Γενική θεωρία και ορισμός της ψυχής. — Θρεπτικόν. —
Αισθητικόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Γενικός ορισμός της ψυχής. —Η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια
σώματος φυσικού (ουχί τεχνητού) οργανικού (έχοντος όργανα αναγκαία
προς το ζην). Είναι το είδος και η ουσία του σώματος. Επακόλουθα του
ορισμού τούτου. Η ψυχή αχώριστος από του σώματος.
Σημείωσις. Το Β' Βιβλίον πραγματεύεται περί των δυνάμεων της ψυχής και μάλιστα περί των αισθήσεων, πρώτον δε ορίζει τί εστι ψυχή. Κατά τον Αριστοτέλην τα φυσικά όντα διαιρούνται εις έμψυχα και άψυχα. Το ιδιάζον χαρακτηριστικόν των οργανικών όντων είναι η ψυχή, ήτις είναι η αρχή της ζωής και της κινήσεως. Η ζωή είναι η _γενική_ μορφή της οργανικής ενεργείας. Η θρεπτική δε ζωή, η αισθητική και η διανοητική είναι _μερικαί_ μορφαί αυτής. Το ον, όπερ έχει την ικανότητα να διανοήται, να αισθάνηται, να κινήται τοπικώς και να τρέφηται, λέγομεν ότι ζη. Η μεν εσωτερική κίνησις, ήτοι η θρέψις, αύξησις και φθίσις, είναι κοινή εις πάντα τα ζώντα, μόνη δε υπάρχει εις τα φυτά. Υψηλοτέρα ανάπτυξις της ζωικής αρχής είναι η αίσθησις, είτα η τοπική κίνησις και τέλος η νόησις, ήτις είναι ο ανώτατος βαθμός, της εξελίξεως της ψυχής. Η ψυχή άρα είναι ενότης περιλαμβάνουσα τας αρχάς της ζωής, της αισθήσεως και της νοήσεως. Εκάστη βαθμίς είναι ύλη, μέσον και όρος της ανωτέρας, ήτις είναι τέλος και σκοπός της κατωτέρας. Εκάστη είναι διάφορος τρόπος ενεργείας και εκδηλώσεως της μιας ψυχής προσδιοριζόμενος υπό της διαφοράς του υλικού ή του αντικειμένου αυτής.
Παν ό,τι ζη είναι σύνθετον εκ ψυχής και σώματος· και η μεν ψυχή 1) είναι η αιτία της κινήσεως και μεταβολής αυτού, είναι άρα ποιητική αιτία· 2) προσδιορίζει την μορφήν, την ατομικότητα, την έννοιαν του οργανισμού, είναι άρα ειδική αιτία· 3) είναι ο τελικός σκοπός του σώματος, είναι άρα τελική αιτία. Το σώμα δ'είναι η υλική αιτία, ο όρος ου άνευ δεν δύναται να υπάρχη το όλον, είναι η δύναμις του πράγματος. Ψυχή λοιπόν και σώμα διακρίνονται απ' αλλήλων, αλλ' ουδέτερον δύναται να υπάρχη άνευ του ετέρου. Το σώμα είναι όργανον, η ψυχή είναι η ζωική αρχή. Η ζωή περιέχει στοιχείον ενεργητικόν και έτερον παθητικόν, αρχήν κινούσαν και πράγμα κινούμενον, είδος και ύλην. Το είδος είναι η κινούσα, η ποιητική αιτία, ήτις πραγματοποιεί τας δυνάμεις του μερικού σώματος και υψώνει αυτό εις την τελείαν, την αληθή πραγματικότητα αυτού. Άνευ της ψυχής το σώμα είναι άμορφος ύλη. Επειδή δε η πλήρης ανάπτυξις, η τελεία ενεργοποίησις της δυνάμεως πράγματός τινος λέγεται εντελέχεια, άρα η ψυχή είναι η εντελέχεια σώματος φυσικού (ουχί τεχνητού) όπερ έχει όργανα και δύναται να ζη. Η κίνησις, η πορεία της μεταβάσεως από του δυνατού εις το πραγματικόν, από της δυνάμεως εις την εντελέχειαν λέγεται ενέργεια, τον όρον δε τούτον ο Αριστοτέλης πολλάκις μεταχειρίζεται αντί της εντελέχειας (τελείας ενεργείας, εντελούς έξεως).
Εν τοις τελείοις οργανισμοίς το φυσιολογικόν και ψυχικόν κέντρον είναι η καρδία, ουχί ο εγκέφαλος, όστις απλώς κανονίζει την θερμοκρασίαν αυτής. Η θερμότης, τα στοιχείον εν ω η ψυχή αμέσως ενσαρκούται, συντηρείται υπό της τροφής. Η αναπνοή δε των πνευμόνων και ο ψυχρός εγκέφαλος εμποδίζουσιν υπέρμετρον παραγωγήν ζωικής θερμότητος. Η θερμότης είναι απαραίτητον μέσον της θρέψεως. Αλλ' η απόλυτος αιτία της θρέψεως είναι η ψυχή, ήτις τρέφει και συντηρεί το σώμα διά των τροφών ας αφομοιούται. Πρώτη λοιπόν εντελέχεια είναι η θρεπτική ψυχή, ης έργον είναι η χρήσις της τροφής προς συντήρησιν του ατόμου και η γέννησις ομοίων όντων προς διατήρησιν του γένους. Η ψυχή μεταχειρίζεται προς ταύτα την θερμότητα και τα τρόφιμα, όπως ο πλοίαρχος την χείρα και το πηδάλιον. Τα μεν φυτά μόνην έχουσι την ψυχήν ταύτην. Τα ζώα όμως πλην της θρεπτικής έχουσι και την αισθητικήν ψυχήν.
Τα αισθητήρια είναι όργανα αντιλήψεως του εξωτερικού κόσμου. Η αίσθησις είναι κίνησις ή αλλοίωσις του αισθητηρίου. Τα αισθητικόν (υποκείμενον) και τα αισθητόν (αντικείμενον) είναι έν εν τη ενεργώ αισθήσει. Το αισθητήριον είναι δυνάμει ό,τι είναι το αισθητόν ενεργεία· αισθανόμενον δε αφομοιούται το είδος του πράγματος άνευ της ύλης, δέχεται ποιοτικά στοιχεία ανήκοντα εις ατομικόν τι πράγμα, αλλ' ουχί το άτομον. Το υποκείμενον πριν ή αισθανθή είναι διάφορον του αισθητού, αλλά μετά την αίσθησιν είναι ως το αισθητόν. Η διαφορά αυτών έγκειται εις τον τρόπον καθ' ον έκαστον υπάρχει.— Το αίσθημα είναι φαινόμενον ψυχικόν, αλλά το όργανον της αισθήσεως είναι φυσικόν. Όμμα και όψις συνδέονται ως ύλη και είδος.— Μετά του οργάνου και του αισθητού αντικειμένου τρίτος αναγκαίος παράγων εκάστης αισθήσεως είναι το μεταξύ, το διάμεσον στοιχείον. Της όψεως λ.χ. το μεταξύ είναι το διαφανές, ήτοι ο αήρ, το ύδωρ και άλλα διαφανή σώματα.
Τα ατομικά και μεμονωμένα αισθήματα και τας αναφοράς αυτών η ψυχή ανάγει εις την ενότητα κοινής αντιλήψεως. Αντιλαμβανόμεθα ότι δρώμεν, ακούομεν κ.λ., συγκρίνομεν έπειτα και συνδυάζομεν ή χωρίζομεν τα αισθήματα ταύτα. Ούτω πλην των 5 μερικών αισθήσεων υπάρχει κοινή αίσθησις, περί ης κατωτέρω πραγματεύεται ο Αριστοτέλης.
1. Συνεζητήσαμεν αρκετά τα υπό των πρότερον φιλοσοφησάντων παραδοθέντα περί ψυχής. Ας επανέλθωμεν δε οπίσω, ίνα επαναλάβωμεν τα πράγματα τρόπον τινά εξ αρχής και ας προσπαθήσωμεν να προσδιορίσωμεν τι είναι η ψυχή και τις δύναται να είναι ο γενικώτατος 94 ορισμός αυτής.
2. Λέγομεν λοιπόν ότι μία τάξις όντων είναι η ουσία· (Σημ 22) εν αυτή δε διακρίνομεν πρώτον την ύλην, ήτις καθ' εαυτήν δεν είναι τούτο το ωρισμένον πράγμα, έπειτα δε μορφήν και είδος, κατά το οποίον το πράγμα λέγεται ότι είναι τούτο το πράγμα, και τρίτον το εκ των δύο τούτων σύνθετον. Είναι δε η μεν ύλη δύναμις 95, το δε είδος εντελέχεια, και αυτή είναι διττή, ούτως ως η επιστήμη και η θεωρία (ήτοι ως έξις και κατοχή γνώσεως η δεξιότητος και ως εν ενεργεία γνώσις).
3. Ουσίαι δε προ πάντων φαίνονται ότι είναι τα σώματα, και εκ τούτων τα φυσικά (γη, ύδωρ κλπ.). Διότι ταύτα είναι αι αρχαί των άλλων σωμάτων (των τεχνητών). Εκ των φυσικών δε σωμάτων άλλα μεν έχουσι ζωήν, άλλα δε δεν έχουσι. Ζωήν λέγομεν την αρχήν της δι' εαυτού θρέψεως και αυξήσεως και φθοράς του σώματος. Ώστε παν σώμα φυσικόν έχον ζωήν είναι ουσία, αλλ' ουσία σύνθετος, σύνθετος δε εξ ύλης και είδους, ως είπομεν.
4. Επειδή δε τούτο είναι σώμα τοιούτον, έχον δήλα δή ζωήν, το σώμα δεν δύναται να είναι ψυχή. Διότι το σώμα δεν είναι εξ εκείνων τα οποία κατηγορούνται εις υποκείμενόν τι, αλλά αυτό μάλλον είναι υποκείμενον και ύλη. Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, όπερ έχει δυνάμει 96 ζωήν. Αλλ' η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος τοιούτου, οίον είπομεν.
5. Αλλ' η εντελέχεια λέγεται κατά δύο τρόπους αναλόγους ο μεν προς την επιστήμην, ο δε προς την θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ψυχή είναι ως η επιστήμη. Διότι εν τη υπάρξει της ψυχής εμπεριέχεται και ύπνος και εγρήγορσις, αναλογεί δε η μεν εγρήγορσις προς την θεωρίαν, ο δε ύπνος προς την έξιν ή κατοχήν της γνώσεως άνευ ενεργείας. Προτέρα όμως κατά την γένεσιν εφ' ενός και του αυτού πράγματος είναι η επιστήμη 97. Διά ταύτα η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια 98 (Σημ 23) φυσικού σώματος, όπερ δυνάμει έχει ζωήν,
6. και όπερ είναι οργανικόν. Όργανα δε είναι και τα μέρη των φυτών, αλλά είναι όργανα εντελώς απλά· λ.χ. το φύλλον, είναι σκέπασμα του περικαρπίου, το δε περικάρπιον είναι σκέπασμα του καρπού. Αι ρίζαι δε αναλογούσι προς το στόμα, διότι και τα δύο ταύτα παραλαμβάνουσι την τροφήν. Εάν λοιπόν πρέπει να δώσωμεν ορισμόν κοινόν εις παν είδος ψυχής, λέγομεν, ότι είναι η πρώτη εντελέχεια σώματος φυσικού οργανικού.
7. Διά τούτο δεν πρέπει να ζητώμεν αν η ψυχή και το σώμα είναι έν, όπως ούτε αν ο κηρός (η ύλη) και το σχήμα (το είδος) αυτού είναι έν, όπως εν γένει δεν πρέπει να ζητώμεν αν είναι έν η ύλη εκάστου πράγματος και το πράγμα του οποίου είναι η ύλη. Διότι το έν και το είναι λέγονται μεν κατά πολλάς σημασίας, αλλ' η κυρία σημασία αυτών είναι η εντελέχεια 99.
8. Είπομεν λοιπόν καθόλου τι είναι ψυχή· είναι δήλα δή ουσία ενεργοποιούσα μίαν έννοιαν (λόγον)· είναι η ουσιώδης έννοια τοιούτου τινός σώματος. Ούτως έστω ότι έν των οργάνων τέχνης τινός είναι φυσικόν σώμα· λ.χ. ο πέλεκυς. Η έννοια του πελέκεως θα είναι η ουσία αυτού (το να κόπτη), αυτή δε θα είναι και η ψυχή αυτού· και, αν αυτή αφαιρεθή, δεν θα υπάρχη πλέον πέλεκυς, ειμή καθ' απλήν ομωνυμίαν. Πραγματικώς όμως τόρα είναι πέλεκυς (ουχί ζώον) και τοιούτου σώματος η ουσία και ο λόγος δεν είναι η ψυχή, αλλ' η ψυχή είναι ο λόγος τοιούτου φυσικού (όχι τεχνητού ως ο πέλεκυς), όπερ έχει εν εαυτώ την αρχήν της κινήσεως και της στάσεως.
9. Ανάγκη δε το λεγόμενον να παρατηρήσωμεν και επί των μελών του σώματος. Εάν δήλα δή ο οφθαλμός ήτο ζώον, ψυχή αυτού θα ήτο η όψις· η όψις δήλα δή είναι η ουσία του οφθαλμού κατά λόγον (νοητή). O δε οφθαλμός είναι η ύλη της όψεως 100, αν δε εκλείψη η όψις, δεν υπάρχει πλέον οφθαλμός ειμή καθ' ομωνυμίαν, όπως είναι ο λίθινος και ο εικονισμένος οφθαλμός. Πρέπει δε να εφαρμόσωμεν το λεγόμενον περί του σώματος εις το όλον ζων σώμα. Διότι ως η μερική αίσθησις αναφέρεται εις το μερικόν όργανον 101 ούτω η όλη αίσθησις αναλογεί προς το όλον σώμα το αισθητικόν, καθόσον είναι αισθητικόν.
10. Είναι δε το δυνάμει ον, όπερ είναι ικανόν να ζη, ουχί το αποβαλόν την ψυχήν (και νεκρωθέν), αλλά το έχον την ζωήν εν εαυτώ. Το σπέρμα και ο καρπός είναι δυνάμει τοιαύτα σώματα ζώντα 102. Όπως λοιπόν η τμήσις (το να κόπτη) είναι εντελέχεια του πελέκεως και η δράσις 103 είναι η εντελέχεια του οφθαλμού, ούτω και η εγρήγορσις είναι η εντελέχεια του σώματος, η δε ψυχή είναι προς το σώμα, ως η όψις και η δύναμις προς το όργανον. Τα δε σώμα είναι το δυνάμει ον Αλλά καθώς ο οφθαλμός είναι η κόρη άμα και η όψις, ούτω και εδώ το ζώον είναι η ψυχή άμα και το σώμα.