Περί Ψυχής

3. Το φως φαίνεται ότι είναι το εναντίον προς το σκότος. Το δε σκότος είναι στέρησις της τοιαύτης καταστάσεως του διαφανούς, ώστε φανερόν είναι ότι και το φως είναι η παρουσία της καταστάσεως ταύτης. O Εμπεδοκλής δε ουχί ορθώς λέγει, ουδέ αν τις άλλος είπε τούτο, ότι το φως εκινείτο και εκάστοτε εξετείνετο μεταξύ της γης και του περιέχοντος μεταξύ (της ατμοσφαίρας), διέφευγε δε την αντίληψιν ημών 165. Αλλά τούτο αντίκειται και εις την λογικήν αλήθειαν και εις τα φαινόμενα. Διότι εν μικρώ διαστήματι δύναται να διαφύγη ημάς κίνησις φωτός μικρού, αλλ' απ' ανατολής μέχρι δυσμών να διαφύγη την αντίληψιν ημών κίνησις (τοιούτου σώματος) είναι παρά πολύ μεγάλη η απαίτησις.

4. Είναι δε επιδεκτικόν να παράγη χρώμα το άχρουν και ήχον το άψοφον. Άχρουν δε είναι το διαφανές και το αόρατον ή το μόλις ορατόν, οποίον φαίνεται ότι είναι λ.χ. το σκοτεινόν 166. Και τοιούτον είναι το διαφανές, όχι όμως όταν είναι εντελεχεία διαφανές, διότι το αυτό διάμεσον άλλοτε είναι σκότος, άλλοτε δε είναι φως. Ουχί δε πάντα τα ορατά είναι ορατά εις το φως, αλλά το οικείον χρώμα εκάστου αυτών εν τω φωτί μόνον είναι ορατόν. Διό τινά εις μεν το φως δεν είναι ορατά, εις δε το σκότος κινούσι την αίσθησιν ως λ.χ. τα σώματα, τα οποία φαίνονται πυρώδη και λάμποντα την νύκτα, δεν ονομάζονται δε με έν κοινόν όνομα. Και τοιαύτα είναι οι μύκητες, κέρατα ζώων, κεφαλαί ιχθύων και λέπια και οφθαλμοί αυτών. Αλλ' ουδενός αυτών βλέπομεν το οικείον αυτού χρώμα 167. Διά ποίαν δε αιτίαν τα σώματα ταύτα είναι ορατά, τούτο είναι άλλο ζήτημα.

5. Επί του παρόντος τούτο είναι φανερόν, ότι εκείνο το οποίον οράται εις το φως είναι το χρώμα, διά τούτο δε το χρώμα δεν είναι ορατόν άνευ φωτός· διότι αυτή είναι η ουσία του χρώματος, να δύναται να κινή το κατ' ενέργειαν διαφανές, η δε εντελέχεια του διαφανούς είναι το φως. Η απόδειξις τούτου είναι προφανής· εάν δηλ. θέση τις το σώμα το έχον χρώμα επ' αυτού του οφθαλμού, δεν το βλέπει. Αλλά, τουναντίον, το μεν χρώμα κινεί το διαφανές, λ.χ. τον αέρα, υπό τούτου δε, όστις είναι συνεχής, κινείται το αισθητήριον.

6. Ούτως ο Δημόκριτος ουχί ορθώς λέγει, πιστεύων, ότι εάν γίνη κενόν το μεταξύ (το διάμεσον), θα εγίνετο η όρασις ακριβής ώστε να βλέπη και μύρμηκα, αν υπήρχεν εν τω ουρανώ. Αλλά τούτο είναι αδύνατον, διότι η όρασις δεν παράγεται, ειμή όταν πάσχη τι η αίσθησις· να πάσχη δε αμέσως υπ' αυτού του ορατού χρώματος είναι αδύνατον. Υπολείπεται λοιπόν η υπόθεσις, ότι πάσχει υπό του μεταξύ 168 (διαφανούς αέρος), ώστε είναι ανάγκη, να υπάρχη τι μεταξύ. Εάν δε γίνη κενόν, ου μόνον δεν θα βλέπηταί τι ακριβώς, αλλ' ουδόλως θα βλέπηται.

7. Διά ποίαν λοιπόν αιτίαν το χρώμα αναγκαίως οράται εις το φως είπομεν. Το πυρ δε οράται εις αμφότερα, και εις το σκότος και εις το φως. Και τούτο εξ ανάγκης γίνεται· διότι το διαφανές γίνεται διαφανές υπό του πυρός.

8. Το αυτό λέγομεν και περί του ήχου και της οσμής, διότι ουδέν εξ αυτών κινεί την αίσθησιν, όταν τίθηται εις επαφήν με το αισθητήριον, αλλ' υπό της οσμής και του ήχου κινείται το μεταξύ, υπό δε τούτου κινείται έκαστον των αισθητηρίων. Όταν δε επιθέση τις το σώμα το ηχούν ή όζον επ' αυτού του αισθητηρίου, ουδεμίαν θα διεγείρη αίσθησιν. Το αυτό συμβαίνει και εις την αφήν και την γεύσιν, αλλά δεν είναι επίσης φανερόν, και η αιτία τούτου ύστερον θα γίνη φανερά.

9. Το μεταξύ (το διάμεσον) του ήχου είναι ο αήρ, το δε της οσμής δεν έχει ίδιον όνομα. Αλλ' είναι πάθος τι κοινόν και του αέρος και του ύδατος, και ην σχέσιν έχει το διαφανές προς το χρώμα την αυτήν έχει το εν αμφοτέροις τοις στοιχείοις υπάρχον πάθος προς το σώμα το έχον την οσμήν 169. Τω όντι φαίνεται ότι και τα ένυδρα ζώα έχουσι την αίσθησιν της οσμής. Αλλ' ο άνθρωπος και όσα των χερσαίων αναπνέουσι δεν δύνανται να αισθάνωνται την οσμήν, εάν δεν αναπνέωσι. Την αιτίαν δε τούτων ύστερον θα εξηγήσωμεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.


Περί ακοής. Περί ήχου. Όροι ήχου τρεις: ηχητικά σώματα, μη ηχητικά σώματα και ηχώ. O αήρ δεν παράγει τον ήχον, αλλ' άνευ αέρος δεν είναι αισθητός ο ήχος. Λειτουργία του αέρος εν τη ακοή. Λειτουργία του ωτός. Αίσθησις ήχου εν τω ύδατι. Το βαρύ και το οξύ. Περί φωνής· ζώα άφωνα. Λειτουργία λάρυγγος και πνεύμονος. Ιδιάζον χαρακτηριστικόν της φωνής.

1. Τώρα θα πραγματευθώμεν πρώτον πάντων περί της ακοής και περί του ήχου. Ο ήχος είναι διττός, ήτοι ο μεν είναι ενεργεία ήχος, ο δε δυνάμει· άλλα μεν σώματα λέγομεν ότι δεν έχουσιν ήχον, οποία είναι ο σπόγγος λ.χ. και τα έρια, άλλα δε ότι έχουσι, π.χ. ο χαλκός και όσα σώματα είναι στερεά και λεία, διότι δύνανται να ηχώσι, τούτ' έστι δύνανται να παράγωσιν ενεργεία, ήχον μεταξύ αυτών και της ακοής διά μέσου τινός.

2. Παράγεται δε ο κατ' ενέργειαν (ο πραγματικός) ήχος πάντοτε υπό τινος σχετικώς προς τι και εντός τινος (μέσου) 170. Το κτύπημα είναι εκείνο το οποίον παράγει τον ήχον. Διά τούτο είναι αδύνατον να γείνη ήχος, εάν έν σώμα υπάρχη μόνον, διότι άλλο είναι το κρούον και άλλο το κρουόμενον. Επομένως το ηχούν σώμα ηχεί προς τι (ήτοι όχι μόνον, αλλά σχετιζόμενον με άλλο). Αλλά κτύπημα δεν γίνεται άνευ κινήσεως τοπικής. Καθώς δ' είπομεν, ο ήχος δεν είναι αποτέλεσμα του τυχόντος κτυπήματος επί των τυχόντων σωμάτων, διότι ουδένα ήχον παράγουσι τα έρια, αν κτυπηθώσιν, αλ' ο χαλκός και όσα πράγματα είναι λεία και κοίλα. O μεν χαλκός ηχεί, διότι είναι λείος, τα δε κοίλα σώματα διά της ανακλάσεως μετά το πρώτον πλήγμα παράγουσι πολλά πλήγματα, καθ' όσον αδυνατεί να εξέλθη το κινηθέν (μέσον, λ.χ. ο αήρ).

3. Προσέτι ο ήχος ακούεται ου μόνον εν τω αέρι, αλλά και εν τω ύδατι, ασθενέστερος όμως. Αλλ' ούτε ο αήρ ούτε το ύδωρ είναι ο κύριος (μόνος) παράγων του ήχου, αλλά πρέπει να γείνη σύγκρουσις στερεών προς άλληλα και προς τον αέρα, γίνεται δε η προς τον αέρα κρούσις, όταν υπομένη ο κτυπηθείς αήρ και δεν διαλυθή 171. Διά τούτο ηχεί ο αήρ μόνον, όταν ταχέως και σφοδρώς κτυπηθή, διότι πρέπει η κίνησις του πλήττοντος τον αέρα να προλάβη την διάχυσιν τούτου ούτως, ως εάν τις έμελλε να πλήξη σωρόν ή νέφος άμμου ταχέως κινούμενον.

4. Ηχώ δε γίνεται όταν υπό του αέρος, όστις ένεκα του αγγείου, όπερ περιώρισε και ημπόδισε αυτόν να διαχυθή, έγεινεν είς, 172 πάλιν αποκρουσθή ο αήρ ως σφαίρα 173. Φαίνεται δε ότι πάντοτε γίνεται ηχώ, αλλ' ουχί επαισθητή, δηλαδή συμβαίνει εις τον ήχον ό,τι και εις το φως. Διότι και το φως πάντοτε αντανακλάται 174, (διότι άλλως δεν θα εγίνετο πανταχού φως, αλλά θα υπήρχε σκότος έξω του υπό του ηλίου αμέσως φωτιζομένου σώματος), αλλά δεν αντανακλάται πανταχόθεν ούτως, όπως από του ύδατος ή του χαλκού ή άλλου τινός εκ των λείων σωμάτων αντανακλάται, ώστε να παράγη και σκιάν, δι' ης διακρίνομεν αυτό το φως.

5. Το δε κενόν ορθώς θεωρείται ότι είναι κύριος όρος της ακοής· διότι φαίνεται ότι το κενόν είναι ο αήρ· ούτος δε είναι όστις μας κάμνει να ακούωμεν, όταν λάβη μίαν και συνεχή κίνησιν (μέχρι του ωτός)· αλλ' επειδή είναι ευδιάλυτος, δεν ηχεί, αν μη είναι λείον το σώμα, όπερ έλαβε το πλήγμα. Τότε δε συγχρόνως με το κτύπημα γίνεται είς 175 ο αήρ· ένεκα της επαφής του με την λείαν επιφάνειαν· διότι μία είναι η επιφάνεια του λείου σώματος 176.

6. Ηχητικόν λοιπόν είναι το σώμα, το οποίον δύναται να παράγη μίαν συνεχή κίνησιν αέρος μέχρι της ακοής. Η ακοή είναι συμφυής με τον αέρα 177. Επειδή δε ο ήχος είναι εν τω αέρι, ο εντός του ωτός αήρ κινείται, όταν κινήται ο έξω αήρ. Διά τούτο το ζώον δεν ακούει πανταχού του σώματος, ουδέ ο αήρ εισχωρεί πανταχού· διότι δεν έχει πανταχού αέρα το ψυχικόν όργανον το μέλλον να κινηθή. Αυτός μεν ο αήρ είναι καθ' εαυτόν άφοβος, διότι είναι εύθρυπτος (ευδιάλυτος), όταν όμως εμποθισθή από του να διασκεδασθή, τότε η κίνησις του αέρος παράγει τον ήχον. O δε εντός των ώτων αήρ εγκαθιδρύθη ούτως, ώστε να μένη ακίνητος (αλλαχόθεν), όπως ακριβώς αισθάνηται πάσας τας διαφόρους κινήσεις. Διά ταύτα και εντός του ύδατος ακούομεν, διότι το ύδωρ δεν εισέρχεται εις αυτόν τον αέρα, όστις είναι συμφυής με την ακοήν 178, αλλ' ούτε εις το ους εισέρχεται ένεκα των ελίκων αυτού. Όταν όμως συμβή να εισέλθη ύδωρ, το ους δεν ακούει. Δεν ακούομεν ακόμη και όταν πάθη η μεμβράνα του τυμπάνου, όπως δεν βλέπομεν, όταν πάθη ο επί της κόρης του οφθαλμού υμήν. Αλλά και απόδειξις ότι ακούομεν ή δεν ακούομεν είναι ότι το ους ηχεί πάντοτε, καθώς κέρας 179. Διότι ο αήρ, όστις είναι εντός των ώτων, πάντοτε κινείται ιδίαν έχων κίνησιν, καίτοι ο ήχος είναι ξένος 180 προς αυτόν και ουχί ίδιος αυτού. Και διά τούτο λέγουσιν, ότι, ακούομεν διά του κενού και διά του ηχούντος σώματος, διότι ακούομεν διά τινος, όπερ περιέχει περιωρισμένον αέρα.

7. Αλλ' άρά γε το πληττόμενον ηχή ή το πλήττον; και τα δύο ηχούσιν, αλλ' έκαστον κατά τρόπον διάφορον. Διότι ο ήχος είναι η κίνησις του δυναμένου να κινήται κατά τον αυτόν τρόπον, καθώς τα αναπηδώντα πράγματα κινούνται από των λείων σωμάτων, όταν τις κρούση αυτά. Αλλά, ως είπομεν, δεν ηχεί παν σώμα όταν τύπτηται ή τύπτη άλλο, ως π.χ. όταν οξεία άκρα κτυπήση οξείαν άκραν (βελόνης λ.χ.) Αλλά πρέπει το τυπτόμενον να είναι ομαλόν και να κινήται ούτως, ώστε ο αήρ αθρόος (ως μία μάζα) 181 να αναπηδά και να σείηται.

8. Αι δε διαφοραί των ηχούντων σωμάτων φανερούνται εις τον ενεργεία (πραγματικόν) ήχον αυτών. Καθώς νευ φωτός δεν είναι ορατά τα χρώματα, ούτως άνευ ψόφου δεν διακρίνονται το οξύ και το βαρύ. Οξύ και βαρύ λέγονται κατά μεταφοράν από των αντικειμένων της αφής. Διότι το οξύ κινεί την αίσθησιν πολλάκις εις ολίγον διάστημα χρόνου, το δε βαρύ εις μακρόν χρονικόν διάστημα κινεί την αίσθησιν ολίγον. Βέβαια, δεν είναι ταχύ το οξύ, ούτε το βαρύ είναι βραδύ, αλλ' η κίνησις την οποίαν κάμνει εις την αίσθησιν το οξύ γίνεται με ταχύτητα, η δε κίνησις του άλλου γίνεται με βραδύτητα. Και φαίνεται, ότι υπάρχει αναλογία τούτων με το οξύ και αμβλύ, άπερ γίνονται αισθητά διά της αφής. Το μεν οξύ τρόπον τινά κεντεί το όργανον, το δε αμβλύ ωθεί αυτό, διότι το μεν κινεί εντός ολίγου χρόνου, το δε εντός πολλού χρόνου, ώστε συμβαίνει, ότι το μεν οξύ είναι ταχύ, το αμβλύ δε βραδύ. Αρκούσιν οι προσδιορισμοί ούτοι περί του ήχου.

9. Η δε φωνή είναι ήχος εμψύχου όντος· διότι ουδέν των αψύχων έχει φωνήν, αλλά μόνον καθ' ομοίωσιν λέγεται ότι φωνούσι· λ.χ. ο αυλός, η λύρα και όσα άλλα εκ των αψύχων λέγεται ότι έχουσι τάξιν, μέλος και έκφρασιν 182, φαίνεται δ' ότι έχουσιν εκείνα φωνήν, διότι και η φωνή έχει τας ιδιότητας ταύτας. Πολλά δε των ζώων δεν έχουσι φωνήν, λ.χ. τα άναιμα ζώα 183 και εκ των αναίμων οι ιχθύες. Και ευλόγως δεν έχουσιν, αφού ο ήχος είναι κίνησις αέρος. Οι δε ιχθύες, οίτινες λέγεται ότι έχουσι φωνήν, ως οι εν τω Αχελώω, παράγουσιν ήχον διά των βραγχίων ή άλλου τοιούτου οργάνου.

10. Η φωνή λοιπόν είναι ήχος ζώου και δεν παράγεται διά του τυχόντος μέρους. Και επειδή πας ήχος παράγεται, εάν σώμα τι πλήττη και άλλο πλήττηται εντός τινος μέσου, όπερ είναι ο αήρ, ευλόγως δυνάμεθα να είπωμεν ότι εκείνα μόνα έχουσι φωνήν, όσα αναπνέουσι τον αέρα. Τω όντι, η φύσις χρησιμοποιεί τον αναπνεόμενον αέρα εις δύο σκοπούς· όπως την γλώσσαν μεταχειρίζεται και προς την γεύσιν και προς την διάλεκτον, εξ ων η μεν γεύσις είναι αναγκαία (διά δε τούτο υπάρχει εις τα πλείστα ζώα), η δε διάλεκτος σκοπόν έχει την ευζωίαν, ούτω και την πνοήν χρησιμοποιεί εις την εσωτερικήν θερμότητα, ήτις είναι αναγκαία 184, (το δε αίτιον θα είπωμεν αλλαχού) και προς την φωνήν, ίνα υπηρετή εις την ευζωίαν.

11. Το όργανον της αναπνοής είναι ο φάρυγξ, και τούτο δε το όργανον υπάρχει χάριν άλλου, όπερ είναι ο πνεύμων. Διά του πνεύμονος δε τα χερσαία ζώα έχουσι περισσοτέραν των άλλων ζώων θερμότητα. Έχει δε χρείαν της αναπνοής πρώτον πάντων ο πέριξ της καρδίας τόπος 185. Και διά τούτο πρέπει αναγκαίως να εισέρχηται εντός ο αήρ, όταν αναπνέωμεν. Ούτω το πλήγμα, όπερ ο αναπνεόμενος αήρ, διευθυνόμενος υπό της ψυχής εν τοις οργάνοις τούτοις, δίδει εις την καλουμένην αρτηρίαν, αποτελεί την φωνήν. Αλλά δεν είναι φωνή πας ήχος ζώου, ως είπομεν (διότι και διά της γλώσσης δυνάμεθα να κάμωμεν ήχον ή και ως οι βήχοντες). Αλλά πρέπει το πλήττον σώμα να είναι έμψυχον και να έχη παράστασιν (έννοιάν τινα), διότι η φωνή είναι ήχος σημαίνων τι, δεν είναι ψόφος του αναπνεομένου αέρος, καθώς είναι ο βηξ. Τουναντίον διά του αναπνεομένου τούτου αέρος το έμψυχον πλήττει τον εν τη αρτηρία αέρα εναντίον αυτής της αρτηρίας.

12. Απόδειξις τούτου είναι ότι δεν δύναταί τις να βάλλη φωνήν ούτε αναπνέων ούτε εκπνέων, αλλ' απλώς κατέχων την πνοήν· διότι ούτω διαταράττει την κίνησιν την φωνητικήν ο κατέχων την πνοήν. Φανερόν δε είναι και διατί οι ιχθύες είναι άφωνοι, διότι δηλαδή δεν έχουσι φάρυγγα. Και δεν έχουσι το όργανον τούτο, διότι δεν δύνανται να εισπνεύσωσι και να αναπνεύσωσι τον αέρα. Διατί δε ταύτα, αλλαχού θα εξετάσωμεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'


Περί οσφρήσεως.— Ο άνθρωπος κατώτερος πολλών ζώων κατά την όσφρησιν, ανώτερος δε κατά την αφήν και κατά την διάνοιαν.— Αναφορά οσμών και γεύσεων. — Η όσφρησις παρά τοις διαφόροις ζώοις.— Διαφορά τον οσφρητικού οργάνου.

1. Περί δε της οσφρήσεως και του οσφραντού είναι ολιγώτερον εύκολον να ορίσωμεν αυτά παρά τας ειρημένας αισθήσεις, διότι δεν είναι φανερόν οποία είναι η φύσις της οσμής, όπως είναι φανερόν τι είναι ο ήχος ή το χρώμα. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η αίσθησις αυτή εις ημάς δεν είναι ακριβής, αλλά χειροτέρα παρά εις πολλά ζώα. Ο άνθρωπος αισθάνεται ασθενώς τας οσμάς, και δεν οσφραίνεται κανέν οσφραντόν χωρίς να αισθανθή λύπην ή ηδονήν, διά τον λόγον ότι δεν είναι ακριβές το αισθητήριον.

2. Πιθανόν είναι και ότι τα έχοντα σκληρούς οφθαλμούς ζώα 186 ασθενώς αισθάνονται τα χρώματα και δεν είναι κατάδηλοι εις αυτά αι διαφοραί των χρωμάτων, ειμή διά της αφοβίας ή του φόβου, ον ταύτα γεννώσιν. Ομοίως δε και τας οσμάς αισθάνεται το ανθρώπινον γένος. Διότι φαίνεται, ότι η οσμή είναι ανάλογος προς την γεύσιν, και ότι τα είδη των χυμών είναι όμοια προς τα είδη των οσμών. Αλλ' έχομεν τελειοτέραν την γεύσιν, διότι η γεύσις είναι είδος αφής, την δε αφήν έχει ο άνθρωπος τελειοτάτην. Και κατά μεν τας άλλας αισθήσεις είναι κατώτερος πολλών ζώων, κατά την τελειότητα όμως της αφής είναι πολύ υπέρτερος των άλλων ζώων. Διά τούτο είναι και το νοημονέστατον των ζώων· απόδειξις δε τούτου είναι ότι και μεταξύ των ανθρώπων διά το αισθητήριον τούτο υπάρχουσιν ευφυείς και αφυείς, δι' ουδέν όμως εκ των άλλων· οι μεν έχοντες σκληράν την σάρκα (το όργανον της αφής) είναι αφυείς, οι δε μαλακόσαρκοι είναι ευφυείς διανοητικώς.

3. Όπως δε οι χυμοί είναι άλλοι γλυκείς και άλλοι πικροί, ούτως είναι και αι οσμαί. Αλλά άλλοτε μεν τα ζώα έχουσι την οσμήν και τον χυμόν ανάλογα, εννοώ π.χ. ότι έχουσι γλυκείαν και την οσμήν, γλυκύν και τον χυμόν, άλλοτε δε τουναντίον. Ομοίως δε αι οσμαί, όπως οι χυμοί, είναι και δριμείαι και αυστηραί και οξείαι και λιπαραί. Αλλά, καθώς είπομεν, επειδή δεν είναι αι οσμαί τόσον φανεραί, όπως είναι οι χυμοί, από των χυμών έλαβον τα ονόματά των αι οσμαί διά την ομοιότητα των πραγμάτων. Ούτω γλυκεία οσμή εκλήθη η του κρόκου και του μέλιτος, δριμείαι δε η του θύμου και των τοιούτων 187. Όμοια δυνάμεθα να είπωμεν και περί των άλλων.

4. Όπως η ακοή και εκάστη των άλλων αισθήσεων έχουσιν ίδιον αντικείμενον, και η μεν ακοή είναι η αίσθησις του ακουστού και του ανηκούστου, η δε όψις του ορατού και του αοράτου, ούτω η όσφρησις είναι και η αίσθησις του οσφραντού και του ανοσφράντου (αόσμου). Ανόσφραντον δε σώμα λέγεται το μη δυνάμενον να έχη οσμήν (ως λ.χ. ο ήχος) και το έχον ολίγην ή αόριστον. Καθ' όμοιον τρόπον λέγεται και ότι σώμα τι είναι άγευστον (δεν έχει γεύσιν).

5. Γίνεται δε και η όσφρησις διά του μεταξύ αυτής και του οσφραντού μεσολαβούντος, οποίον είναι ο αήρ ή το ύδωρ. Διότι και τα ένυδρα φαίνεται ότι αισθάνονται την οσμήν, ομοίως δε και τα έναιμα και τα άναιμα, καθώς και τα εν τω αέρι (τα πτηνά)· διότι καί τινα εκ τούτων (αι μέλισσαι λ.χ.) μακρόθεν έρχονται προς την τροφήν, αισθανθέντα την οσμήν αυτής.

6. Και διά τούτο άπορον φαίνεται, αν πάντα τα ζώα ταύτα ομοίως αισθάνονται την οσμήν. O άνθρωπος αναπνέων οσφραίνεται, ενώ μη αναπνέων αλλ' εκπνέων ή κρατών την πνοήν του δεν οσφραίνεται το αντικείμενον ούτε πλησίον, ούτε μακρόθεν, ούτε αν τεθή τούτο (επί της μεμβράνης) εντός της ρινός. Και το να είναι ουχί αισθητόν το πράγμα, το οποίον επιτίθεται επ' αυτού του αισθητηρίου, τούτο είναι κοινόν εις όλα τα ζώα. Αλλά το να μη λειτουργή η όσφρησις άνευ της αναπνοής, τούτο είναι ίδιον των ανθρώπων. Φανερόν δε γίνεται τούτο διά πειράματος. Άλλως τα άναιμα ζώα, επειδή δεν αναπνέουσιν, ίσως θα είχον άλλην τινά αίσθησιν εκτός των ειρημένων. Αλλά τούτο είναι αδύνατον, διότι αισθάνονται την οσμήν. Η δε αίσθησις του οσφραντού, είτε ευώδες είναι τούτο είτε δυσώδες, είναι η όσφρησις. Προσέτι δε τα τοιαύτα ζώα φαίνονται ότι καταστρέφονται υπό των ισχυρών οσμών, υπό των οποίων φονεύεται και ο άνθρωπος, π.χ. υπό της ασφάλτου, του θείου και των τοιούτων σωμάτων. Αναγκαίον συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ταύτα οσφραίνονται, αλλά χωρίς να αναπνέωσι.

7. Φαίνεται δε ότι το αισθητήριον τούτο παρά τοις ανθρώποις διαφέρει του των άλλων ζώων, όπως και τα όμματα εκείνων διαφέρουσιν από τα των σκληροφθάλμων. Διότι τα του ανθρώπου έχουσι φραγμόν και τρόπον τινά σκέπασμα τα βλέφαρα, και αν δεν κινήση και δεν ανασύρη ταύτα, δεν βλέπει· τα δε σκληρόφθαλμα ουδένα τοιούτον φραγμόν έχουσιν, αλλά βλέπουσιν αμέσως τα συμβαίνοντα εν τω διαφανεί μέσω (εν τω αέρι ή ύδατι). Λοιπόν ούτω και το οσφραντικόν αισθητήριον των μεν είναι άνευ καλύμματος, όπως και το όμμα αυτών. Το δε των ζώων, τα οποία αναπνέουσι τον αέρα, έχει επικάλυμμα, το οποίον, όταν γίνηται η αναπνοή, ανοίγεται ευρυνομένων των μικρών φλεβών και των πόρων.

8. Και διά τούτο τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν αισθάνονται οσμήν εντός του υγρού· διότι, ίνα οσφρανθώσι, πρέπει να αναπνεύσουν, αλλά είναι αδύνατον να πράξωσι τούτο εντός του ύδατος. Τέλος η οσμή είναι ιδιότης του ξηρού, όπως ο χυμός είναι του υγρού. Και το οσφραντικόν αισθητήριον είναι δυνάμει τοιούτον, οίον είναι τούτον οσφραντόν αντικείμενον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’


Περί γεύσεως— Αναφορά γεύσεως προς αφήν και όψιν— Όρος γεύσεως μετρία υγρότης. Είδη χυμών.

1. Το αντικείμενον της γεύσεως, το γευστόν, είναι τι αισθητόν διά της αφής. Και αύτη είναι η αιτία, διά την οποίαν το γευστόν είναι αισθητόν άνευ της μεσολαβήσεως σώματος, όπερ είναι ξένον, διότι και η αφή δεν γίνεται 188 ούτω. Και το σώμα εν τω οποίω υπάρχει ο χυμός, ήτοι το γευστόν, συνίσταται έκ τινος των υγρών, όπερ είναι ως η ύλη του γευστού· τούτο δε το υγρόν είναι τι αισθητόν διά της αφής. Διά τούτο, αν ήμεθα εντός ύδατος, θα ησθανόμεθα το εις αυτό ριφθέν γλυκύ· όμως δεν θα είχομεν την αίσθησιν του γλυκέος διά τινος μεταξύ σώματος, αλλά διά της αναμίξεως του γλυκέος με το υγρόν, καθώς συμβαίνει εις το ποτόν. Το χρώμα όμως δεν είναι ομοίως ορατόν διά της αναμίξεως με άλλο ούτε διά των απορροιών αυτού. Ούτω λοιπόν ουδέν σώμα μεσολαβεί, μεταξύ γευστού και γεύσεως. Άλλως, όπως χρώμα είναι το ορατόν, ούτως ο χυμός είναι το γευστόν. Ουδέν όμως πράγμα παράγει, αίσθησιν χυμού άνευ υγρότητος, αλλά πρέπει να έχη ήδη υγρότητα δυνάμει ή ενεργεία, ως π.χ. το άλας, το οποίον ευκόλως, διαλύεται και επί της γλώσσης τήκεται. Όπως δε η όψις διακρίνει το ορατόν και το αόρατον (διότι το σκότος είναι αόρατον, αλλ' η όψις διακρίνει και τούτο) και προσέτι το λίαν λαμπρόν (διότι και τούτο δεν δύναται να βλέπη η όρασις, άλλα κατ' άλλον τρόπον παρά το σκότος), ούτω και η ακοή αντικείμενον έχει τον ήχον και την σιγήν (εκ των οποίων ο μεν είναι ακουστός, η δε σιγή δεν είναι ακουστή) και τον μέγαν ήχον, ως η όψις έχει το λίαν λαμπρόν (διότι, καθώς ο μικρός ψόφος είναι ανήκουστος, ούτω πως είναι ανήκουστος και ο μέγας και ο βίαιος ψόφος). Αόρατον δε λέγεται το όλως αόρατον (λ.χ. η φωνή), όπως εις άλλας περιστάσεις λέγεται ότι είναι τι αδύνατον, λέγεται δε και εκείνο, το οποίον φύσει μεν δύναται να είναι ορατόν, αλλά δεν είναι ή είναι ατελώς ορατόν, καθώς λ.χ. λέγομεν το άπουν και το απύρηνον 189. Ούτω και η γεύσις αισθάνεται το άγευστον, άγευστον δε λέγομεν το έχον χυμόν ασθενή ή κακόν ή βλαπτικόν της γεύσεως. Φαίνεται δε ότι αρχή του γευστού είναι το ποτόν και το άποτον (το δυνάμενον να πίνηται και το μη δυνάμενον φαίνεται ότι είναι η αρχή ενταύθα).

Διότι και τα δύο είναι γεύσις τις, αλλά το άποτον είναι γεύσις κακή και καταστρεπτική, το δε ποτόν είναι γεύσις σύμφωνος με την φύσιν αυτής. Είναι δε το ποτόν αισθητόν κοινώς και υπό της αφής (ως υγρόν) και υπό της γεύσεως (ως χυμός). Επειδή δε το γευστόν είναι υγρόν, ανάγκη και το αισθητήριον αυτού να είναι μήτε ενεργεία υγρόν, μήτε αδύνατον να υγραίνηται. Διότι η γεύσις πάσχει τι υπό του γευστού, ως γευστού. Αναγκαίον άρα είναι το γευστικόν αισθητήριον να υγρανθή και να είναι τοιούτον, ώστε να δύναται να υγραίνηται διατηρούν πάντοτε εαυτό, αλλά να μη γίνηται αυτό υγρόν εσωτερικώς (Σημ 27) . Απόδειξις δε τούτου είναι ότι η γλώσσα δεν αισθάνεται, ούτε όταν είναι κατάξηρος, ούτε όταν είναι λίαν υγρά. Διότι τότε αισθάνεται μόνον το πρώτον υγρόν, καθώς συμβαίνει όταν γευθή τις πρότερον ισχυρόν χυμόν και ύστερον γεύεται άλλον χυμόν, και καθώς συμβαίνει εις τους ασθενείς, εις τους οποίους πάντα φαίνονται πικρά, διότι αισθάνονται διά γλώσσης, ήτις είναι πλήρης εκ τοιαύτης πικράς υγρότητος.

/2. - 4./

5. Τα δε είδη των χυμών, καθώς και τα των χρωμάτων, εν μέρει μεν είναι τα απλά εναντία, το γλυκύ και το πικρόν, εν μέρει δε τα τούτων επακόλουθα εκείνου μεν το λιπαρόν, τούτου δε το αλμυρόν, μεταξύ δε τούτων υπάρχουσι το δριμύ και το αυστηρόν και το στρυφνόν και το οξύ. Αυταί φαίνεται ότι είναι σχεδόν πάσαι αι διαφοραί των χυμών (Σημ 28) . Εν ολίγοις το μεν γευστικόν (η γευστική δύναμις) είναι δυνάμει τοιούτον οίον είναι το γευστόν, γευστόν δε εκείνο το πράγμα, το οποίον καθιστά την αίσθησιν εντελεχώς (πραγματικώς) τοιαύτην, οποίον είναι αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.


Περί της αφής. Είναι μία ή περισσότεραι αισθήσεις η αφή; Αναφορά προς τας άλλας αισθήσεις. Γένεται διά μεσολαβήσεως της σαρκός μεταξύ αυτής και των απτών πραγμάτων. Ιδιότητες της σαρκός ως μεσάζοντος στοιχείου.

1. Περί του αντικειμένου της αφής, του απτού, δυνάμεθα να διανοηθώμεν τα αυτά, όπως περί της αφής. Διότι, αν η αφή είναι ουχί μία αλλά περισσότεραι αισθήσεις, ανάγκη και τα υπ' αυτής αισθητά αντικείμενα να είναι πολλά (κατ' είδος). Ζητείται λοιπόν αν η αφή είναι περισσότεραι αισθήσεις ή μία, και ποίον είναι τα αισθητήριον όργανον της απτικής δυνάμεως· είναι τούτο η σαρξ και το ανάλογον μέρος εν τοις άλλοις ζώοις (τα οποία δεν έχουσι σάρκα), ή τούτο μεν δεν είναι η σαρξ, αλλ' αύτη είναι το διάμεσον, το δε κύριον όργανον είναι άλλο τι κείμενον εσωτερικώς;

2. Πάσα αίσθησις φαίνεται ότι διακρίνει μίαν μόνην εναντίωσιν, λ.χ. Η όψις το λευκόν και το μέλαν, η ακοή το οξύ και το βαρύ, και η γεύσις το πικρόν και το γλυκύ. Αλλ' εις την αφήν υπάρχουσι πολλαί εναντιώσεις, θερμόν—ψυχρόν, ξηρόν—υγρόν, σκληρόν—μαλακόν και πολλά άλλα τοιαύτα. Αλλ' εις την απορίαν ταύτην δίδει λύσιν τινά το ότι και εις τας άλλας αισθήσεις υπάρχουσι περισσότεραι εναντιώσεις, π.χ. εν τη φωνή είναι όχι μόνον οξύτης και βαρύτης, αλλά και μέγεθος και μικρότης, και λειότης και τραχύτης φωνής και άλλα τοιαύτα. Υπάρχουσι δε και εις το χρώμα τοιαύται διαφοραί. Αλλ' όμως δεν είναι φανερόν ποίον είναι το ενιαίον αντικείμενον της αφής, όπως είναι φανερόν ότι της ακοής είναι ο ήχος.

3. Είναι άρά γε το αισθητήριον της αφής εσωτερικόν ή όχι, αλλά κατ' ευθείαν η σαρξ αισθάνεται; Περί τούτου φαίνεται ότι ουδεμίαν απόδειξιν παρέχει το ότι η αίσθησις των αντικειμένων γίνεται ευθύς, άμα ταύτα θίγονται. Διότι ιδού· εάν τις ήθελε κατασκευάση και εκτείνη πέριξ της σαρκός πράγμα τι ως είδος μεμβράνης, θα έχη ομοίως την αίσθησιν 190 ευθύς άμα εγγίζη. Και όμως είναι φανερόν ότι το αισθητήριον όργανον δεν είναι η μεμβράνα αύτη· και αν ακόμη αύτη ήθελε γεννηθή ομού με την σάρκα (ή το δέρμα), ακόμη ταχύτερον θα διεπέρα αυτήν η αίσθησις.

4. Διά τούτο το μέρος τούτο του σώματος (η σαρξ) φαίνεται ότι σχετίζεται ούτω προς ημάς, όπως θα διέκειτο ο αήρ, εάν εκ φύσεως απετέλει κύκλον περί ημάς 191. Διότι θα ενομίζομεν τότε ότι δι' ενός μόνου οργάνου αισθανόμεθα και ήχον και χρώμα και οσμήν, και ότι η όψις, η ακοή, η όσφρησις είναι μία μόνη αίσθησις. Αλλ' όμως επειδή τα διάμεσα, δι' ων γίνονται αι κινήσεις αυταί, είναι διάφορα, και τα ειρημένα αισθητήρια είναι φανερόν ότι είναι διάφορα. Αλλ' ως προς την αφήν τούτο είναι ακόμη άδηλον. Διότι είναι αδύνατον να συσταθή έμψυχον σώμα από αέρα και ύδωρ, αλλά πρέπει πάντοτε να υπάρχη στερεόν τι. Υπολείπεται λοιπόν το ότι το έμψυχον είναι μικτόν εκ γης και των άλλων δύο στοιχείων, όπως φαίνεται ότι είναι η σαρξ και το εν τοις άλλοις ζώοις ανάλογον με αυτήν μέρος. Ώστε αναγκαίως εκ φύσεως το σώμα (η σαρξ) είναι το μεσολαβούν μεταξύ της απτικής δυνάμεως και του απτού αντικειμένου, δι' αυτού δε (του σώματος) γίνονται αι απτικαί αισθήσεις, αίτινες είναι περισσότεραι της μιας.

5. Δεικνύει δε, ότι είναι περισσότεραι αυταί, η αφή επί της επιφανείας της γλώσσης. Διότι διά του αυτού μορίου τούτου αισθάνεται η ψυχή πάντα τα απτά και τον χυμόν. Εάν προσέτι και τα άλλα μέρη της σαρκός είχον αίσθησιν του χυμού, η γεύσις και η αφή θα εθεωρούντο ότι είναι μία και η αυτή αίσθησις. Αλλά τώρα θεωρούνται ως δύο αισθήσεις, διότι δεν δύνανται να ληφθώσιν αντιστρόφως η μία αντί της άλλης. 192

6. Δύναταί τις να προβάλη την απορίαν: αφού παν σώμα έχει βάθος, τουτέστι την τρίτην διάστασιν 193, δύο σώματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί έτερον σώμα, δεν δύνανται να εφάπτωνται αλλήλων. Το υγρόν όμως δεν είναι ασώματον ούτε το γευστόν 194, αλλά πρέπει έκαστον αυτών να είναι ύδωρ (το υγρόν) ή να περιέχη ύδωρ (το ρευστόν).

Τα αντικείμενα όμως, τα οποία εντός του ύδατος υπάρχοντα εφάπτονται αλλήλων, επειδή τα άκρα αυτών δεν είναι ξηρά, έχουσι μεταξύ των ύδωρ, εξ ου είναι πλήρεις αι επιφάνειαι αυτών. Εάν δε τούτο είναι αληθές, αδύνατον είναι πράγμα τι να θίγη άλλο εντός του ύδατος. Το αυτό δε συμβαίνει και εντός του αέρος, διότι ομοίαν έχει σχέσιν ο αήρ προς τα εντός αυτού όντα, οποίαν το ύδωρ προς τα εν τω ύδατι βεβυθισμένα, αλλ' εν τω αέρι απατώμεθα περισσότερον ημείς (οι ζώντες εν ατμοσφαιρικώ μέσω), όπως και των εν τω ύδατι ζώντων διαφεύγει την αντίληψιν, ότι το ρευστόν εφάπτεται του ρευστού αμέσως.

7. Ερωτώμεν προσέτι: καθ' όμοιον τρόπον γίνεται η αίσθησις πάντων των αισθητών, ή άλλων γίνεται άλλως, καθώς τώρα φαίνεται, η μεν γεύσις και η αφή γίνονται δι' αμέσου επαφής των πραγμάτων, αι δε άλλαι αισθήσεις γίνονται μακρόθεν; το τελευταίον τούτο είναι αδύνατον, διότι και το μαλακόν και το σκληρόν αισθανόμεθα δι' άλλου μεσολαβούντος, ομοίως όπως και το ηχητικόν και το ορατόν, και το οσφραντόν· αλλά ταύτα μεν μακρόθεν, εκείνα δε εγγύθεν· διό και διαφεύγει το διάμεσον τούτο την αντίληψιν ημών, διότι αισθανόμεθα πάντα διά τινος μεσολαβούντος σώματος. Αλλ' επί των εγγύς ημών όντων διαφεύγει ημάς η ύπαρξις του μέσου. Και όμως, καθώς είπομεν και πρότερον, και αν ακόμη διά μέσου μεμβράνης ξένης ηθέλομεν αισθάνεσθαι πάντα τα απτά, χωρίς να αντιλαμβανώμεθα ότι μας διαχωρίζει έν διάμεσον, θα ευρισκόμεθα εις την αυτήν σχέσιν καθώς τώρα, ότε είμεθα εντός του ύδατος και του αέρος. Νομίζομεν δήλα δή, ότι απτόμεθα αμέσως των πραγμάτων και ότι ουδέν υπάρχει διάμεσον.

8. Αλλά το διά της αφής αισθητόν, το απτόν, διαφέρει των ορατών και των ηχητικών, διότι τούτων μεν αισθανόμεθα διά του διαμέσου σώματος, ενεργούντος αποτέλεσμά τι εφ' ημών, τας δε απτάς ποιότητας αισθανόμεθα ουχί διά του μεταξύ σώματος (της σαρκός), αλλά μετά του μεταξύ σώματος συγχρόνως, όπως άνθρωπος διά της ασπίδος κτυπηθείς· διότι δεν επάταξεν αυτόν η ασπίς κτυπηθείσα, αλλά συνέβη και οι δύο συγχρόνως να κτυπηθώσι.

9. Γενικώς δε φαίνεται ότι, οποίαν σχέσιν έχουσιν ο αήρ και το ύδωρ προς την όψιν και την ακοήν και την όσφρησιν, τοιαύτην έχει η σαρξ και η γλώσσα προς την αφήν· αύτη είναι προς το απτικόν αισθητήριον ό,τι είναι έκαστον των στοιχείων εκείνων προς τα άλλα όργανα 195. Εάν δε αυτό το αισθητήριον ήρχετο εις επαφήν με το αντικείμενον, τότε και εις την αφήν όπως και εις τας άλλας αισθήσεις δεν θα ηδύνατο να γίνη αίσθησις, ως λ.χ. όταν θέση τις επί της επιφανείας του όμματος λευκόν σώμα. Και εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι κείται εσωτερικώς το αισθητήριον της αφής. Διότι ούτω μόνον θα συμβαίνη ό,τι και εις τας άλλας αισθήσεις. Όταν δηλ. τα απτά επιτεθώσι και επί του αισθητηρίου της αφής, δεν αισθανόμεθα, αλλά, εάν επιτεθώσιν επί της σαρκός, αισθανόμεθα. Άρα η σαρξ είναι το διάμεσον (μεταξύ) της αφής και του απτού αντικειμένου.

10. Αισθηταί διά της αφής είναι αι διάφοροι ιδιότητες του σώματος ως σώματος· εννοώ δε διαφόρους ιδιότητας εκείνας, αίτινες διακρίνουσι τα στοιχεία, ήτοι θερμόν και ψυχρόν, ξηρόν και υγρόν, περί ων ωμιλήσαμεν πρότερον εν τη πραγματεία περί των Στοιχείων.

11. Το όργανον, όπερ αισθάνεται αυτάς, είναι το της αφής· και το μέρος (του σώματος), εις το οποίον πρώτον υπάρχει η αίσθησις η καλουμένη αφή, είναι δυνάμει τοιούτον, οποίον είναι το απτόν ενεργεία· διότι το αισθάνεσθαι σημαίνει πάσχειν τι, ούτως ώστε το πράγμα το ποιούν έν άλλο να είναι όμοιον με αυτό ενεργεία, δεν το ποιεί τοιούτον ειμή διότι αυτό το άλλο είναι δυνάμει τοιούτον 196. Και διά τούτο δεν αισθανόμεθα θερμότητα και ψυχρότητα ή σκληρότητα και μαλακότητα εις εκείνο το αντικείμενον, όπερ είναι εξ ίσου με ημάς θερμόν και ψυχρόν, ή σκληρόν και μαλακόν 197, αισθανόμεθα όμως τας υπερβολάς (του θερμού κλπ.), ως εάν η αίσθησις είναι είδος μέσου μεταξύ εναντίων ιδιοτήτων αισθητών. Και διά τούτο αύτη κρίνει τα αισθητά. Διότι ο μέσος όρος δύναται να κρίνη, καθόσον σχετικώς προς εκάστη εκ των άκρων γίνεται το άλλο άκρον. Και όπως εκείνο, όπερ μέλλει να αισθανθή το λευκόν και το μέλαν, δεν πρέπει να είναι κανέν από αυτά ενεργεία, δυνάμει δε και τα δύο (το αυτό δε ισχύει και επί των άλλων αισθήσεων), ούτω και επί της αφής δεν πρέπει το αισθητήριον να είναι ούτε θερμόν ούτε ψυχρόν καθ' εαυτό.

12. Προσέτι δε, όπως η όψις είναι η αίσθησις αμφοτέρων, του ορατού και του αοράτου, ομοίως δε και αι λοιπαί αισθήσεις των οικείων εναντίων, ούτω και η αφή είναι η αίσθησις του απτού και του ανάπτου. Άναπτον δε (μη απτόν) είναι και το έχον ελαχίστην τινά ιδιότητα απτήν, ως έχει λ.χ. ο αήρ, και το έχον καθ' υπερβολήν τοιαύτας ιδιότητας, καθώς είναι τα καταστρέφοντα την αφήν (λ.χ. λίαν ψυχρόν). Επραγματεύθημεν λοιπόν κεφαλαιωδώς περί εκάστης των αισθήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.


Γενικά χαρακτηριστικά πασών των αισθήσεων.— Δέχονται τα είδη των αισθητών άνευ της ύλης. — Αναφορά αισθήσεων και των σχετικών αισθητών.— Αιτία αναισθησίας αυτών.— Ουδεμία αίσθησις άνευ ειδικού οργάνου.

1. Γενικώς περί πασών των αισθήσεων πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι η αίσθησις είναι εκείνο, το οποίον δέχεται τα αισθητά είδη άνευ της ύλης. Όπως ο κηρός δέχεται το σημείον δακτυλίου άνευ του σιδήρου και του χρυσού, δηλ. άνευ της ύλης του, λαμβάνει δε τον χρυσούν ή χαλκούν τύπον, αλλ' όχι ως χρυσόν ή χαλκόν 198, όμοια πάσχει και η αίσθησις 199 από έκαστον πράγμα, όπερ έχει χρώμα ή χυμόν ή ήχον, όχι όμως ως έκαστον των αντικειμένων τούτων ονομάζεται, αλλά καθ' όσον έχει τοιαύτην ή τοιαύτην ιδιότητα και εμφανίζει μίαν έννοιαν.

2 Το αισθητήριον είναι κατά πρώτον εκείνο, εις το οποίον υπάρχει η τοιαύτη δύναμις, και είναι το αυτό με το αισθητόν, διαφέρει δε αυτού κατά τον τρόπον του είναι. Διότι άλλως και το αισθανόμενον θα ήτο μέγεθος (όπως είναι το αισθητόν). Πλην ο τρόπος του είναι, του αισθανομένου και η αίσθησις δεν είναι μέγεθος, αλλ' αναφορά τις και δύναμις προς το αισθητόν.

3. Φανερόν δ' εκ τούτου είναι και διατί αι υπερβολαί των αισθητών φθείρουσι τα αισθητήρια. Διότι, αν η κίνησις είναι ισχυροτέρα του αισθητηρίου, η αναφορά (ο λόγος, ήτοι η αίσθησις) καταστρέφεται, όπως καταστρέφεται η συμφωνία και η αρμονία, όταν κρούωνται πολύ δυνατά αι χορδαί.

4. Φανερόν ακόμη και διατί τα φυτά δεν αισθάνονται, καίτοι έχουσι μέρος ψυχής και πάσχουσί τι υπ' αυτών των απτών (ψυχρού-θερμού), διότι και ψύχονται και θερμαίνονται. Αίτιον τούτου είναι ότι δεν έχουσι μέσον τι εν εαυτοίς ούτε αρχήν ικανήν να δέχηται τα είδη των αισθητών, αλλά τουναντίον πάσχουσιν υλικώς. 200

5. Δύναταί τις να ερωτήση, αν δύναται να πάθη υπό οσμής εκείνο, όπερ δεν δύναται να οσφρανθή 201, ή υπό χρώματος το μη δυνάμενον να ιδή· ομοίως δε και περί των άλλων αισθήσεων. Εάν το πράγμα, όπερ οσφραινόμεθα, είναι η οσμή, αύτη, αν πάντως παράγη τι, την όσφρησιν μόνον παράγει 202 Ώστε ουδέν εκ των αδυνατούντων να οσφρανθώσι δύναται να πάθη τι υπό οσμής. Τα αυτά δυνάμεθα να είπωμεν και περί των άλλων. Αλλά και εκ των δυναμένων να αισθανθώσιν έκαστον δεν αισθάνεται άλλως ειμή κατά την οικείαν αισθητικήν δύναμιν. Τούτο δε αποδεικνύεται και εκ των εξής: Ούτε φως δηλ. και σκότος, ούτε ψόφος ούτε οσμή επενεργούσιν επί των αψύχων σωμάτων, αλλά τα διάμεσα πράγματα, εις τα οποία υπάρχουσιν αι ιδιότητες αυταί, δύνανται να δρώσιν επί των σωμάτων λ.χ. ο αήρ ο συνοδεύων την βροντήν (ουχί η βροντή) διασχίζει το ξύλον.

6. Αι απτικαί όμως ιδιότητες και οι χυμοί επιδρώσιν αμέσως επί των σωμάτων διότι άλλως υπό τίνος ήθελον πάσχει και μεταβάλλεσθαι τα άψυχα; Άρα λοιπόν και αι άλλαι ιδιότητες επενεργούσιν αμέσως επί των σωμάτων; Ή μάλλον ουχί παν σώμα πάσχει αμέσως υπό της οσμής και του ήχου, αλλά τα σώματα τα οποία πάσχουσιν ούτω είναι αόριστα 203 και ουχί μόνιμα, όπως είναι ο αήρ, όστις έχει οσμήν ωσεί έχει πάθει τι; Τι είναι λοιπόν το αισθάνεσθαι οσμήν παρά το πάσχειν τι; το μεν οσφραίνεσθαι βεβαίως σημαίνει αισθάνεσθαι, ο αήρ 204 όμως όταν πάθη τι ταχέως μόνον γίνεται αισθητός εις ημάς (μυρίζει) 205.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


Περί αισθήσεως (τέλος). —Περί φαντασίας. Περί Νου.—Περί κινήσεως.— Γενικαί θεωρίαι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'


Αδύνατον να υπάρχωσιν άλλαι αισθήσεις παρά τας πέντε.— Αδύνατον να υπάρχη ειδική αίσθησις των εις πάσας τας αισθήσεις κοινών, κινήσεως, ηρεμίας, σχήματος, μεγέθους, αριθμού κλπ.— Η διά πολλών αισθήσεων αντίληψις των κοινών ποιεί τας αντιλήψεις βεβαιοτέρας και ακριβεστέρας.

1. Ότι δεν υπάρχει αίσθησις άλλη παρά τας πέντε ταύτας, την όψιν λέγω, την ακοήν, την όσφρησιν την γεύσιν και την αφήν, δύναταί τις να πεισθή εκ των επομένων 206. Εάν δήλα δή πάντα τα πράγματα, των οποίων οικεία αίσθησις είναι η αφή, τα αισθανώμεθα και εν τη παρούση καταστάσει (διότι πάσας τας ποιότητας ή τα πάθη των απτών ως απτών αισθανόμεθα διά της αφής) πρέπει αναγκαίως, εάν μας λείπη αίσθησίς τις των απτών, να μας λείπη και αισθητήριόν τι όργανον. Και όσα μεν πράγματα αισθανόμεθα απτόμενοι αυτών αμέσως, τα αισθανόμεθα διά της αφής, την οποίαν συμβαίνει να έχωμεν. Όσα δε αισθανόμεθα διά των μεσολαβούντων στοιχείων και χωρίς να εγγίζωμεν αυτά αμέσως, τα αισθανόμεθα διά των απλών στοιχείων, οία είναι ο αήρ και το ύδωρ.

2. Η κατάστασις είναι τοιαύτη ώστε, εάν δι' ενός μόνου διαμέσου στοιχείου δυνάμεθα να αισθανώμεθα περισσοτέρας αισθητάς ποιότητας, διαφέρουσας μεταξύ των κατά το γένος, πρέπει αναγκαίως ο έχων αισθητήριον ανάλογον προς το τοιούτον διάμεσον στοιχείον αισθήσεως να δύναται να αισθάνηται και πάσας τας διαφέρουσας αισθητάς ποιότητας. Εάν λ.χ. το αισθητήριον σύγκειται εξ αέρος και ο αήρ είναι το διάμεσον τούτο της αισθήσεως ήχου και χρώματος, το αισθητήριον θα αντελαμβάνετο τον ήχον και το χρώμα 207. Εάν δε πλείονα στοιχεία είναι τα διάμεσα της αισθήσεως των αυτών αισθητών, εάν λ.χ. ο αήρ και το ύδωρ είναι τα διάμεσα του χρώματος (διότι και ο αήρ και το ύδωρ είναι διαφανή), τότε το όργανον το έχον έν μόνον εκ των στοιχείων τούτων θα αισθάνηται το αισθητόν, όπερ δύναται να γίνηται αντιληπτόν διά των δύο.

3. Προσέτι τα αισθητήρια όργανα σύγκεινται μόνον εκ των δύο τούτων απλών σωμάτων, του αέρος και του ύδατος (διότι η μεν κόρη του οφθαλμού αποτελείται εξ ύδατος, η δε ακοή εξ αέρος, και η όσφρησις εκ του ενός ή του άλλου τούτων, το δε πυρ δεν ανήκει εις καμμίαν αίσθησιν ή είναι κοινόν εις πάσας, διότι ουδέν ον υπάρχει έχον αίσθησιν χωρίς να έχη θερμότητα 208. Η δε γη ή δεν ανήκει εις ουδεμίαν αίσθησιν, ή είναι μεμιγμένη ιδίως με την αφήν. Διά ταύτα δεν υπολείπεται αισθητικόν μέσον άλλο εκτός του ύδατος και του αέρος.

4. Τοιαύτη δε είναι πράγματι η κατάστασις ζώων τινών 209. Πάσας τας αισθήσεις ταύτας έχουσι τα ζώα τα μη όντα ατελή και ανάπηρα. Διότι φαίνεται ότι και ο ασπάλαξ έχει οφθαλμούς υπό το δέρμα. Ώστε, αν δεν υπάρχη διάφορον τι σώμα 210 και αν δεν υπάρχη πάθος (ιδιότης), όπερ εις ουδέν των ενταύθα σωμάτων ανήκει, ουδεμία αίσθησις είναι δυνατόν να λείπη.

5. Αλλά προσέτι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ιδιαίτερον αισθητήριον των κοινών, τα οποία διά των επί μέρους αισθήσεων αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός (ουχί αμέσως καθ' εαυτά), ήτοι κινήσεως, στάσεως, σχήματος, μεγέθους, αριθμού, ενότητος. Διότι πάντα ταύτα αισθανόμεθα διά της κινήσεως 211 ως λ.χ. αισθανόμεθα το μέγεθος διά της κινήσεως· επομένως και το σχήμα, διότι το σχήμα είναι μέγεθός τι. Την ηρεμίαν αισθανόμεθα εκ της ελλείψεως κινήσεως, τον δε αριθμόν διά της αρνήσεως της συνεχείας και διά των ιδιαιτέρων αισθήσεων, διότι εκάστη των αισθήσεων αισθάνεται το έν 212. Ώστε είναι φανερόν, ότι είναι αδύνατον να υπάρχη ιδιαιτέρα αίσθησις ενός οιουδήποτε εκ τούτων, λ. χ. της κινήσεως· διότι άλλως θα συνέβαινεν ούτως, όπως τώρα αισθανόμεθα το γλυκύ διά της όψεως 213.

6. Τούτο δε, διότι συμβαίνει να έχωμεν την αίσθησιν των δύο τούτων ιδιοτήτων (του γλυκέος και του χρώματος), διά των οποίων αναγνωρίζομεν το πράγμα ως γλυκύ, όταν αι δύο συμπίπτωσιν είς τι αντικείμενον συγχρόνως, άλλως ουδεμίαν του γλυκέος θα είχομεν αίσθησιν, ή θα ησθανόμεθα κατά συμβεβηκός αισθήματα 214, ως όταν λ.χ. τον υιόν του Κλέωνος αναγνωρίζωμεν ουχί διότι είναι υιός του Κλέωνος, αλλά διότι είναι λευκός, εις το λευκόν δε τούτο ον συνέβη να είναι υιός του Κλέωνος.

7. Των δε κοινών (κινήσεως κ. λ.) έχομεν αίσθησιν κοινήν 215 και δεν τα αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός, επομένως δεν είναι ιδιαιτέρα αίσθησις, διότι τότε δεν θα ησθανόμεθα αυτά άλλως ειμή όπως είπομεν ότι βλέπομεν τον υιόν του Κλέωνος. Τα ιδιάζοντα όμως αισθητά εις εκάστην αίσθησιν δύνανται να αισθάνωνται αι άλλαι αισθήσεις κατά συμβεβηκός, ουχί εν τη ιδία φύσει αυτών, αλλά διότι μίαν μόνην αποτελούσιν αίσθησιν αι ιδιότητες εκείναι, ως όταν συγχρόνως γείνη αίσθησις δύο ιδιοτήτων ενός και του αυτού αντικειμένου, ως λ.χ. η χολή είναι πικρά (γεύσις) και ξανθή (χρώμα). Διότι βέβαια δεν είναι δυνατόν η μία εξ αυτών των αισθήσεων να είπη, ότι και αι δύο ιδιότητες είναι έν 216. Διά τούτο και απατάται τις, εάν τινα ουσίαν ξανθήν υπολαμβάνη ότι είναι χολή.

8. Δύναταί τις να ερωτήση, διατί έχομεν περισσοτέρας αισθήσεις και όχι μίαν μόνην. Βεβαίως όπως ολιγώτερον μας διαφεύγωσι τα επακολουθούντα 217 και τα κοινά, οία είναι η κίνησις και το μέγεθος και ο αριθμός. Διότι, αν η όψις ήτο μόνη και αύτη αντελαμβάνετο μόνον το λευκόν, πάντα τα άλλα θα μας διέφευγον και θα εφανταζόμεθα, ότι χρώμα και μέγεθος είναι τα αυτά, διότι ακολουθούσιν άλληλα συγχρόνως. Αλλά πραγματικώς, επειδή αι κοιναί ιδιότητες, υπάρχουσιν εις διάφορα αισθητά πράγματα, τούτο ποιεί εις ημάς φανερόν, ότι χρώμα και μέγεθος είναι διάφορα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'


Η κοινή αίσθησις αναγγέλλει ημίν τας αντιλήψεις των πέντε αισθήσεων και γνωρίζει τας διαφοράς των αντικειμένων και τας των αισθήσεων. 218

1. Επειδή αισθανόμεθα ότι ορώμεν και ακούομεν, αναγκαίως ή διά της όψεως αισθανόμεθα, ότι ορώμεν ή δι' άλλης αισθήσεως. Αλλά τότε η αυτή αίσθησις αύτη θα ορά την όψιν και το αντικείμενον αυτής, το χρώμα. Ώστε ή θα υπάρχωσι δύο αισθήσεις του αυτού πράγματος 219 (του χρώματος) ή αυτή η όψις θα αισθάνηται (θα ορά) εαυτήν.

2. Προσέτι δε, και εάν άλλη τις είναι η αίσθησις της όψεως, ή τούτο θα προβή επ' άπειρον 220 ή η αίσθησις θα είναι αίσθησις εαυτής· ώστε τούτο δέον να παραδεχθώμεν ως προς την πρώτην αίσθησιν 221. Έχει όμως τούτο την εξής δυσκολίαν: εάν το αισθάνεσθαι διά της όψεως είναι το οράν, οράται δε χρώμα ή το σώμα το έχον χρώμα, τότε, ίνα τις ορά το ορών, αναγκαίως το ορών τούτο θα έχη χρώμα πρώτον πάντων.

3. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι το αισθάνεσθαι διά της όψεως δεν δηλοί έν μόνον πράγμα. Διότι, και όταν δεν ορώμεν 222, διακρίνομεν όμως διά της όψεως και το σκότος και το φως, αλλά όχι βέβαια κατά τον αυτόν τρόπον. Προσέτι το ορών υποκείμενον είναι τρόπον τινά χρωματισμένον, διότι εκάστη αίσθησις δέχεται το αισθητόν άνευ της ύλης· διά τούτο, και όταν απομακρυνθώσι τα αισθητά, μένουσι τα αισθήματα και αι φαντασίαι εις τας αισθήσεις (εις την ψυχήν).