2. Αλλά εγείρεται ευθύς η ερώτησις: κατά ποίαν έννοιαν πρέπει να λέγωμεν ότι η ψυχή έχει μέρη, και πόσα έχει; Διότι φαίνεται τρόπον τινά ότι είναι άπειρα τα μέρη, και ότι δεν είναι μόνον εκείνα τα οποία τινες λέγουσι 355 διορίζοντες αυτά, το λογιστικόν, το θυμικόν και το επιθυμητικόν, κατ' άλλους δε το λογικόν και το άλογον. Διότι συμφώνως προς τας διαφοράς 356, κατά τας οποίας κάμνουσι τας διαιρέσεις ταύτας, θα φανώσι και άλλα μέρη τα οποία έχουσιν έκτασιν μεγαλυτέραν τούτων, περί ων και τώρα έχομεν είπει· ήτοι το θρεπτικόν, όπερ υπάρχει και εις τα φυτά και εις όλα τα ζώα, και το αισθητικόν, όπερ δεν δύναταί τις ευκόλως να κατάταξη ούτε ως άλογον, ούτε ως λογικόν. 3. Προσέτι υπάρχει το φανταστικόν μέρος, όπερ κατά μεν τον τρόπον του είναι διαφέρει πάντων των άλλων, αλλά με ποίον των μερών τούτων είναι το αυτό ή διάφορον είναι πολύ δύσκολον να είπη τις, αν υπολαμβάνη ότι τα μέρη της ψυχής είναι χωρισμένα απ' αλλήλων. 357 Προς τούτοις υπάρχει το ορεκτικόν, το οποίον και κατά τον λόγον και κατά την δύναμιν αυτού φαίνεται ότι είναι διάφορον πάντων των άλλων. Αλλ' είναι άτοπον να το αποσπάσωμεν απ' αυτών. Διότι και η βούλησις γεννάται εις το λογικόν μέρος, και η επιθυμία και το πάθος υπάρχει εις το άλογον. Αλλ' εάν η ψυχή είναι τρία μέρη χωριστά, η όρεξις θα είναι εις έκαστον αυτών.
4. Και τώρα περί ου πρόκειται ο λόγος, ερωτώμεν: τι είναι το κινούν κατά τόπον το ζώον; την μεν κίνησιν, ήτις συνίσταται εις αύξησιν και μείωσιν και ήτις υπάρχει εις πάντα τα ζώα, φαίνεται ότι το κινούν αυτήν είναι αι δυνάμεις αι υπάρχουσαι εις πάντα, η γεννητική και η θρεπτική· περί δε της αναπνοής και της εκπνοής και περί ύπνου και εγρηγόρσεως θα εξετάσωμεν ύστερον, διότι και ταύτα έχουσι πολλάς δυσκολίας.
5. Αλλά περί της τοπικής κινήσεως πρέπει να εξετάσωμεν ποίον είναι το αίτιον το δίδον την κίνησιν, καθ' ην το ζώον πορεύεται. Ότι μεν τούτο δεν είναι η θρεπτική δύναμις, είναι φανερόν διότι η κίνησις αύτη, η πορεία γίνεται πάντοτε προς σκοπόν τινα και ομού με φαντασίαν τινά ή όρεξιν. Διότι ουδέν ον κινείται, εάν δεν επιθυμή ή εάν δεν αποφεύγη τι, εκτός εάν διά βίας εξωτερικής κινήται. Άλλως και αυτά τα φυτά θα ηδύναντο να κινώνται, και θα είχον όργανόν τι κατάλληλον προς την κίνησιν ταύτην. 358
6. Ομοίως δε ούτε η αισθητική δύναμις (κινεί τοπικώς)· διότι υπάρχουσι πολλά ζώα, τα οποία έχουσι μεν αίσθησιν, αλλά μένουσι διαρκώς ακίνητα. Αν λοιπόν η φύσις τίποτε δεν κάμνη ματαίως (ασκόπως), αλλά και ουδέποτε στερεί τι εκ των αναγκαίων, εκτός εις τα ανάπηρα και ατελή όντα. Αλλά τα ζώα περί ων πρόκειται είναι τα τέλεια, ουχί δε ανάπηρα. Απόδειξις τελειότητος είναι το ότι δύνανται να γεννώσιν (όμοια) και να ακμάζωσι και αποθνήσκωσιν, ώστε έπρεπε να έχωσι και τα όργανα πορείας.
7. Αλλά προσέτι ούτε η συλλογιστική δύναμις ούτε ο ονομαζόμενος νους 359 είναι ο κινών τοπικώς. Διότι ο μεν θεωρητικός νους δεν νοεί κανέν εξ εκείνων, τα οποία μέλλουσι να πραχθώσιν, ουδέ λέγει τι περί εκείνου, όπερ δέον να απαφεύγωμεν ή να επιδιώκωμεν, ενώ η κίνησις ανήκει εις το ον το φεύγον ή επιδιώκον πράγμα τι. Τουναντίον, όταν θεωρή τις πράγμα τι, ο νους ουδέ τότε επιτάσσει να διώκωμεν ή να φεύγωμεν αυτό, λ.χ. πολλάκις διανοείται τι τρομερόν ή ηδύ πράγμα, αλλά δεν διατάττει να το φοβώμεθα, η καρδία όμως κινείται, αν δε το πράγμα είναι ευάρεστον, άλλο όργανον κινείται.
8. Προσέτι δε και όταν προστάττη ο νους και λέγη η διάνοια να αποφεύγη ή να επιζητή τις τι, δεν κινείται, αλλά πράττει κατά την επιθυμίαν του, ως ο ακρατής. Και γενικώς βλέπομεν ότι εκείνος, όστις γνωρίζει την ιατρικήν, δεν θεραπεύει (πάντοτε), διότι κάτι άλλο παρά την ιατρικήν δύναται να ενεργή, σύμφωνα με την επιστήμην. 360Αλλ' ακόμη ούτε η όρεξις είναι η αρχή η κυρία 361 της κινήσεως ταύτης· διότι οι εγκρατείς, αν και ορέγονται και επιθυμούσι, δεν πράττουσιν όμως εκείνα τα οποία επιθυμούσιν, αλλ' υπακούουσιν εις τον νουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.
Το κινούν το ζώον είναι η όρεξις, ήτις περιλαμβάνει την βούλησιν
και τον νουν. Την όρεξιν κινεί το ορεκτόν αντικείμενον. Τούτο είναι
το πρώτον κινούν, το κινούν, όπερ, ακίνητον αυτό, κινεί το
άλλο.
1. Φαίνεται 362 λοιπόν, ότι δύο είναι τα κινούντα το ζώον, η όρεξις ή ο νους, εάν υποτεθή ότι και η φαντασία είναι νόησίς τις 363, διότι πολλά άλλα, εναντία της λογικής γνώσεως 364, επακολουθούσιν εις τας εικόνας της φαντασίας, και εις τα άλογα ζώα δεν υπάρχει μεν νόησις και συλλογισμός, αλλ' όμως υπάρχει η φαντασία. 365 Άρα μόνα τα δύο ταύτα δύνανται να κινώσι τοπικώς, ο νους και η όρεξις.
2. Νουν δε λέγω εδώ τον συλλογιζόμενον χάριν σκοπού τινος, και αφορώντα εις την πράξιν νουν, όστις διαφέρει από τον θεωρητικόν, διότι έχει ηθικόν σκοπόν. 366 και πάσα όρεξις έχει σκοπόν τινα, το δε πράγμα του οποίου υπάρχει όρεξις γίνεται αρχή της κινήσεως. O τελικός σκοπός είναι η αρχή της πράξεως 367. Ώστε ευλόγως αύται αι δύο δυνάμεις, η όρεξις και ο πρακτικός νους φαίνεται ότι είναι αιτίαι της κινήσεως. Διότι το αντικείμενον της ορέξεως (το ορεκτόν) κινεί ημάς, διά τούτου δε και η διάνοια κινεί, διότι το ορεκτόν είναι η αρχή αυτής.
3. Και η φαντασία δε, όταν κινή το ζώον, δεν το κινεί άνευ ορέξεως. Ούτω λοιπόν έν είναι το αίτιον της κινήσεως της ορεκτικής δυνάμεως, το αντικείμενον αυτής. Διότι, αν υπήρχον δύο αίτια κινήσεως, ο νους και η όρεξις, θα παρήγον κίνησιν κατά κοινήν τινα ιδέαν. Αλλ' όμως ο μεν νους αληθώς δεν φαίνεται ότι κινεί άνευ της ορέξεως. Διότι και η βούλησις είναι όρεξις 368 και όταν το έμψυχον κινήται κατά συλλογισμόν τινα κινείται και κατά βούλησιν. Η όρεξις όμως κινεί εις πράξεις και εναντίον του λόγου 369, διότι η επιθυμία είναι 370 όρεξίς τις.
4. Ο νους λοιπόν πάντοτε είναι ορθός, η όρεξις όμως και η φαντασία είναι άλλοτε ορθαί, άλλοτε δε ουχί ορθαί. Διά τούτο το ορεκτόν αντικείμενον πάντοτε κινεί εις πράξεις και είναι ή το (πραγματικόν) αγαθόν 371 ή το φαινόμενον ως αγαθόν 372 και ουχί παν αγαθόν 373 αλλά μόνον το αγαθόν το πρακτόν (όπερ δέον να πράττηται), το πρακτόν δε τούτο αγαθόν είναι το δυνάμενον να είναι άλλως παρ' ό,τι είναι 374.
5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η δύναμις της ψυχής η καλουμένη όρεξις είναι η αιτία της κινήσεως εις πράξιν 375, αλλά κατά τους αναλύοντας τα μέρη της ψυχής, εάν αναλύωσι και χωρίζωσι κατά τας δυνάμεις αυτής γίνονται πάμπολλα μέρη, το θρεπτικόν, το αισθητικόν, το νοητικόν, το βουλευτικόν και το ορεκτικόν ταύτα δε διαφέρουσι μεταξύ των περισσότερον παρά το επιθυμητικόν και το θυμικόν.
6. Καίτοι δε ορέξεις δύνανται να είναι εναντίαι προς αλλήλας, ως συμβαίνει, όταν είναι εναντία ο λόγος και αι επιθυμίαι 376, γίνεται τούτο μόνον εις τα όντα τα οποία έχουσι το αίσθημα του χρόνου. Διότι ο μεν νους διατάττει να ανθιστάμεθα διά το μέλλον (διά τα επακόλουθα), η δε επιθυμία αποβλέπει εις το παρόν377, διότι εις ταύτην φαίνεται το παρόν ευάρεστον (η στιγμιαία ηδονή) ως το απολύτως ευάρεστον και ως το απολύτως αγαθόν, διότι δεν βλέπει το μέλλον378. Διά ταύτα κατ' είδος 379 μεν είναι μία η αρχή η κινούσα, ήτοι το ορεκτικόν μέρος καθό ορεκτικόν. Αριθμητικώς όμως πολλαί κινητικαί δυνάμεις δύνανται να είναι εν αυτή. Αλλά πρώτον πάντων των κινούντων είναι το ορεκτόν αντικείμενον, διότι τούτο, χωρίς να κινήται, κινεί καθ' όσον νοείται ή συλλαμβάνεται υπό της φαντασίας. Κατ' αριθμόν όμως τα κινούντα εις πράξιν, ορεκτά και ορεκτικά, είναι περισσότερα 380.
7. Επειδή δε τρεις όροι διακρίνονται, πρώτον το κινούν, δεύτερον το όργανον, δι' ου τούτο κινεί, και τρίτον το κινούμενον πράγμα, εκ τούτων το μεν κινούν είναι διττόν, αφ' ενός μεν είναι έν στοιχείον ακίνητον, εξ άλλου δε είναι έν στοιχείον κινούν και κινούμενον. Και το μεν ακίνητον κινούν είναι το πρακτέον αγαθόν, το δε κινούν και κινούμενον είναι η ορεκτική δύναμις, διότι το ον το ορεγόμενον κινείται καθ' όσον ορέγεται, και η όρεξις είναι μία κίνησις καθ' όσον είναι ενέργεια (του ορεκτικού). Το δε κινούμενον είναι το ζώον· το όργανον δε, δι' ου κινεί η όρεξις, τούτο είναι όργανον σωματικόν (η καρδία κλπ.). Αλλά περί τούτου θα εξετάσωμεν όταν και τας κοινάς σώματος και ψυχής λειτουργίας θα θεωρήσωμεν.
8. Τώρα δε δυνάμεθα να είπωμεν κεφαλαιωδώς, ότι η κίνησις είναι οργανική εκεί όπου είναι έν η αρχή και το τέλος, ως εις τον γιγγλυμόν. 381 Διότι εις ένα γιγγλυμόν το κυρτόν και το κοίλον είναι το έν μεν τέλος, το δε άλλο είναι αρχή. Και διά τούτο το μεν μένει ακίνητον, το δε κινείται, και ενώ είναι νοητώς ταύτα διακεκριμένα, πραγματικώς είναι αχώριστα. Διότι πάσαι αι κινήσεις γίνονται δι' απώσεως και έλξεως. Και πρέπει διά τούτο έν σημείον να μένη ακίνητον, όπως είναι το κέντρον εν τω κύκλω, και εκ τούτου να αρχίζη η κίνησις 382.
9. Εν γένει λοιπόν, ως είπομεν, το ζώον δύναται να κινή εαυτό μόνον καθ' όσον είναι ορεκτικόν (έχει όρεξιν), αλλά δεν δύναται να έχη όρεξιν άνευ φαντασίας, πάσα δε φαντασία είναι ή λογική ή αισθητική, 383 Ταύτης δε μετέχουσι και τα άλλα ζώα και ο άνθρωπος 384.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Περί ατελών ζώων.— Και αυτά έχουσι φαντασίαν αισθητικήν, αόριστον
δε αιτίαν κινήσεως.— Βούλησις και λόγος.
1. Πρέπει δε να εξετάσωμεν και περί των ατελών ζώων 385 ποίον είναι το αίτιον το κινούν τα ζώα, τα οποία μόνην αίσθησιν έχουσι την αφήν. Είναι δυνατόν να έχωσι ταύτα φαντασίαν και επιθυμίαν ή ουχί; Διότι φαίνεται ότι αισθάνονται λύπην και ηδονήν, εάν δε έχωσι ταύτα, τότε αναγκαίως έχουσι και επιθυμίαν 386.Αλλά φαντασία πώς δύναται να υπάρχη εις τα ζώα; Ή πρέπει να απαντήσωμεν, ότι όπως ταύτα κινούνται απροσδιορίστως 387 ούτω και η δύναμις αύτη υπάρχει μεν εν αυτοίς, αλλά κατά τρόπον αόριστον;
2. Η αισθητική λοιπόν φαντασία υπάρχει, ως είπομεν, και εις τα κατώτερα ζώα, η βουλευτική όμως μόνον εις τα λογικά ζώα υπάρχει. Διότι, το αν πρέπει τις να πράξη τούτο ή εκείνο, είναι έργον βεβαίως συλλογισμού· και πρέπει αναγκαίως να μετρή πάντα με έν μέτρον 388, διότι επιδιώκει πάντοτε το μεγαλύτερον αγαθόν 389, και ούτω δύναται εκ πολλών εικόνων ν' αποτελή μίαν παράστασιν 390. Αίτιον δε του να νομίζηται, ότι τα ατελή ζώα δεν έχουσι δόξαν (γνώμην), είναι τούτο, ότι δεν έχουσι την δύναμιν να συμπεράνωσιν εκ συλλογισμού, εν ω η δόξα περιέχει αυτήν 391.
3. Διά τούτο η όρεξις αυτών δεν έχει την βουλευτικήν δύναμιν (αποφασίζουσαν βούλησιν). Αλλ' η όρεξις νικά ενίοτε την βούλησιν και κινεί εις πράξεις· άλλοτε όμως η βούλησις νικά την όρεξιν, και πάλιν ως (αναρριπτομένη) σφαίρα, η όρεξις νικά όρεξιν άλλην, ως όταν επικρατή ακρασία. Αλλά πάντοτε η ανωτέρα 392 δύναμις είναι φύσει αρχικωτέρα και κινητική. Ώστε η κίνησις δύναται να λάβη τρεις διευθύνσεις 393.
4. Το επιστημονικόν (γνωστικόν) όμως μέρος της ψυχής δεν κινείται 394, αλλά μένει ακίνητον. Αλλ' επειδή η μεν σύλληψις του καθόλου, η γενική έννοια, διαφέρει της συλλήψεως του καθ' έκαστα (της μερικής εννοίας), διότι η μεν πρώτη λέγει γενικώς ότι ο τοιούτος οφείλει να πράττη ταύτην την πράξιν, η δε ότι ούτος ο ατομικός άνθρωπος οφείλει να ενεργή ούτως (και εγώ είμαι ατομικός άνθρωπος), αύτη η μερική έννοια κινεί, ουχί η καθολική (η γενική). Ή αμφότεραι συνδυαζόμεναι είναι αίτια κινήσεως, αλλ' η μεν μάλλον ως ηρεμούσα, η δε ουχί ηρεμούσα 395.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Το θρεπτικόν είναι κοινόν εις πάντα τα ζώντα· το δε αισθητικόν εις
μόνα τα ζώα.— Το σώμα του ζώον είναι αναγκαίως μικτόν.— Το ζώον δεν
είναι αναγκαίον να έχη πάσας τας αισθήσεις, αλλά η αφή και η γεύσις
είναι αναγκαίαι.
1. Ανάγκη λοιπόν παν ον, το οποίον έχει ζωήν, να έχη την θρεπτικήν ψυχήν, και να έχη αυτήν από της γεννήσεως μέχρι του θανάτου αυτού. Διότι αναγκαίως, παν ό,τι εγεννήθη, έχει αύξησιν και ακμήν και θάνατον, και ταύτα είναι αδύνατον να υπάρξωσιν άνευ τροφής. Κατ' ανάγκην λοιπόν εις πάντα τα όντα τα γεννώμενα και θνήσκοντα υπάρχει η θρεπτική δύναμις.
2. Αλλά δεν είναι αναγκαίον να υπάρχη αίσθησις εις πάντα τα ζώντα. Διότι ούτε εκείνα, των οποίων το σώμα είναι απλούν 396, δύνανται να έχωσιν αφήν (ούτε άνευ της αφής δύναται να υπάρχη κανέν ζώον), ούτε εκείνα, τα οποία δεν δύνανται να δεχθώσι τα είδη άνευ ύλης, ούτε αυτά δύνανται να αισθάνωνται 397.
3. Αλλά το ζώον είναι αναγκαίον να έχη αίσθησιν, εάν η φύσις ουδέν δημιουργή ματαίως (ασκόπως). Διότι πάντα τα πράγματα τα φυσικά υπάρχουσι χάριν σκοπού τίνος, ή είναι συμπτώματα (όροι) των υπαρχόντων ένεκα σκοπού τίνος. Εάν λοιπόν παν σώμα, το οποίον δύναται να πορεύηται, δεν είχεν αίσθησιν, θα κατεστρέφετο και δεν θα έφθανεν εις τον τελικόν σκοπόν τον οποίον επιδιώκει η φύσις 398. Διότι πώς θα τραφή τούτο; τα μένοντα ακίνητα (τα φυτά λ.χ.) λαμβάνουσι την τροφήν των εκ του τόπου, όπου εγεννήθησαν.
4. Δεν είναι όμως δυνατόν σώμα γεννητόν και μη ον ακίνητον να έχη ψυχήν και νουν κριτικόν, αλλά αίσθησιν να μη έχη. Αλλά προσέτι ουδέν ον αγέννητον 399 είναι δυνατόν να μη έχη αίσθησιν. Διατί αρά γε να μη έχη αυτήν; Διότι βεβαίως η έλλειψις θα ήτο καλυτέρα ή διά την ψυχήν ή διά το σώμα. Αλλά ενταύθα ούτε το έν ούτε το άλλο τούτων είναι αληθές. Διότι η μεν ψυχή διά τούτο δεν θα νοή περισσότερον, το δε σώμα δεν θα διαρκή περισσότερον χρόνον. Άρα ουδέν σώμα μη μένον ακίνητον έχει ψυχήν άνευ αισθήσεως.
5. Αλλά προσέτι, εάν το σώμα έχη αίσθησιν, αναγκαίως είναι ή απλούν ή μικτόν αλλά απλούν δεν δύναται να είναι, διότι, άλλως δεν θα έχη αφήν, ενώ αναγκαίως πρέπει να έχη αυτήν. Τούτο δε είναι φανερόν εκ των εξής:
6. Επειδή το ζώον είναι σώμα έμψυχον, παν δε σώμα είναι απτόν, απτόν δε λέγεται το διά της αφής αισθητόν πράγμα, ανάγκη και το σώμα του ζώου να έχη την αίσθησιν της αφής 400, ίνα δύναται το ζώον να διατηρήται. Αι μεν άλλαι αισθήσεις, η όσφρησις, η ακοή, η όψις 401 αισθάνονται δι' άλλων μεσολαβούντων (αέρος, ύδατος)· αλλ' όταν το ζώον άπτηται (εγγίζη) τινός, εάν δεν έχη αίσθησιν, δεν θα δύναται άλλα μεν να φεύγη, άλλα δε να λαμβάνη· και, αν συμβαίνη τούτο, αδύνατον θα είναι να διατηρήται το ζώον.
7. Διά τούτο και η γεύσις είναι είδος αφής, διότι είναι η αίσθησις της τροφής, η δε τροφή είναι πράγμα απτόν. Ο ήχος όμως και το χρώμα και η οσμή δεν τρέφουσιν, ούτε φέρουσιν αύξησιν ούτε φθοράν, ώστε εξ ανάγκης πρέπει η γεύσις να είναι αφή τις, διότι είναι αίσθησις εκείνου, όπερ δύναται να άπτηται και να τρέφη. Αυταί λοιπόν είναι αι αισθήσεις 402 αι αναγκαίαι εις το ζώον, και είναι φανερόν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ζώον άνευ αφής.
8. Αι δε λοιπαί αισθήσεις υπάρχουσι μόνον διά το αγαθόν του ζώου και ουχί εις πάντα τα ζώα 403, αλλά είς τινα μόνον, λ.χ. εις το πορευτικόν (περιπατούν) ζώον είναι ανάγκη να υπάρχωσι. Διότι, εάν μέλλη να διατηρήται, ου μόνον πρέπει να αισθάνηται, όταν εγγίζη τι, αλλά και μακρόθεν πρέπει να αισθάνηται. Τούτο δε συμβαίνει, εάν διά τινος μεσολαβούντος σώματος 404 δύναται να αισθάνηται. Διότι εκείνο μεν το διάμεσον πάσχει και κινείται υπό του αισθητού αντικειμένου, το δε αισθητήριον υπό του διαμέσου.
9. Τω όντι, όπως το αίτιον το κινούν τοπικώς τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να μεταβάλλη (τόπον), και όπως το αίτιον το ωθούν άλλο τι ενεργεί μέχρι του να το κάμη να ωθήση άλλο τι, και ούτως εξακολουθεί η κίνησις διά τινος διαμέσου, και όπως το μεν πρώτον κινεί και ωθεί χωρίς να ωθήται, το δε τελευταίον ωθείται μόνον χωρίς να ωθή, και τα διάμεσα (πολλά δε δύνανται να είναι τα διάμεσα) ωθούσι και ωθούνται, ούτω συμβαίνει και εις την πορείαν της αλλοιώσεως (εν τη αισθήσει), πλην ότι, ενώ η μεταβολή γίνεται, μένει το αντικείμενον εν τω αυτώ τόπω, π.χ. εάν τις βυθίση αντικείμενον τι εις κηρόν, ο κηρός κινείται μέχρι τόσου (βάθους), όσον εβυθίσθη το αντικείμενον· ο λίθος όμως ουδόλως μεταβάλλεται, ενώ το ύδωρ κινείται βαθύτατα, ο δε αήρ πλείστον πάντων δέχεται και μεταδίδει την κίνησιν, εάν διαμένη είς και φυλάττη την συνέχειαν αυτού. Διά τούτο εν τη ανακλάσει του φωτός καλύτερον είναι να υπολαμβάνωμεν ουχί 405 ότι η οπτική εικών εξερχόμενη εκ του οφθαλμού ανακλάται οπίσω εις αυτόν, αλλά ότι ο αήρ πάσχει υπό του σχήματος και του χρώματος εφ' όσον διατηρεί την ενότητα αυτού 406, είναι δε είς επί λείας επιφανείας. Διά τούτο πάλιν ο αήρ κινεί την όψιν ως εάν το επί του κηρού χαραττόμενον σημείον διεδίδετο μέχρι του άκρου του κηρού407.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
Ουδέν ζώον δύναται να είναι εξ ενός στοιχείου. — Η αφή συνιστά το
ζώον ουσιωδώς.— Μόνον των απτικών ποιοτήτων αι υπερβολαί είναι
ολέθριαι εις το ζώον.
1. Είναι φανερόν, ότι το σώμα του ζώου δεν δύναται να είναι απλούν λ. χ. μόνον εκ πυρός ή εξ αέρος. Τω όντι άνευ μεν αφής ουδεμία άλλη αίσθησις δύναται να υπάρξη, διότι παν σώμα έμψυχον έχει, ως είπομεν, την αίσθησιν της αφής, τα άλλα στοιχεία, πλην της γης, δύνανται να γίνωνται όργανα αισθήσεως. Αλλά πάντα μεν τα αισθητήρια παράγουσιν αίσθημα διά των διαμέσων σωμάτων. Η αφή όμως αισθάνεται τα πράγματα αμέσως απτομένη αυτών και διά τούτο έχει και το όνομα τούτο. Και όμως και τα άλλα αισθητήρια όργανα διά της αφής αισθάνονται, αλλά δι' άλλου τινός διαμέσου, μόνη δε αύτη φαίνεται ότι αισθάνεται δι' αμέσου επαφής. Ώστε το σώμα του ζώου δεν δύναται ν' αποτελήται αποκλειστικώς από έν εκ των στοιχείων τούτων, ούτε αποκλειστικώς δύναται ν' αποτελήται εκ γης. Διότι η αφή είναι ως μέσος τις όρος πάντων των απτών αντικειμένων και το αισθητήριον όργανον αυτής δύναται να δεχθή ου μόνον τας διαφόρους ιδιότητας ας έχει η γη, αλλά και τας του θερμού και ψυχρού 408 και πάντων των άλλων απτών. Και διά τούτο δεν αισθανόμεθα διά των οστών και των τριχών και των τοιούτων μερών, διότι είναι εκ γης· διά τούτο και τα φυτά ουδεμίαν έχουσιν αίσθησιν, διότι είναι εκ γης. Άνευ λοιπόν της αφής δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καμμία άλλη αίσθησις, και το όργανον αυτής (η σαρξ) δεν είναι ούτε εκ γης αποκλειστικώς ούτε εξ ουδενός άλλου στοιχείου.
2. Είναι άρα φανερόν, ότι τα ζώα κατ' ανάγκην αποθνήσκουσιν, εάν στερώνται μόνης ταύτης της αισθήσεως· διότι ούτε είναι δυνατόν να έχη αυτήν ον το οποίον δεν είναι ζώον, ούτε ον ζώον είναι ανάγκη να έχη άλλην αίσθησιν πλην ταύτης. Και διά τούτο αι μεν άλλαι αισθηταί ποιότητες, το χρώμα, ο ήχος και η οσμή δεν καταστρέφουσι το ζώον διά της υπερβολής αυτών, αλλά μόνον τα αισθητήρια όργανα αυτού 409, εκτός εάν το καταστρέφωσι κατά συμβεβηκός· π.χ. εάν μετά του ήχου γίνη βιαία ώθησις και κτύπημα 410 ή αν υπό οπτικών αισθημάτων και οσμής κινώνται άλλα αντικείμενα, τα οποία καταστρέφουσι το σώμα διά της αφής των 411. Ο χυμός καταστρέφει το ζώον καθ' όσον συμβαίνει να συνάπτηται με το της αφής όργανον (ο δηλητηριώδης χυμός λ.χ.)
3. Η υπερβολή όμως των απτών, ήτοι των θερμών και ψυχρών και σκληρών φονεύει το ζώον 412. Διότι η υπερβολή παντός αισθητού αντικειμένου καταστρέφει το όργανον της αισθήσεώς του, ώστε και του απτού η υπερβολή καταστρέφει την αφήν, η αφή δε είναι η αίσθησις, δι' ης ορίζεται η ζωή, διότι απεδείχθη ότι άνευ αφής είναι αδύνατον να υπάρξη ζώον. Διά τούτο η υπερβολή των απτικών εντυπώσεων φθείρει ουχί μόνον το αισθητήριον, αλλά και αυτό το ζώον, διότι ταύτην μόνην την αίσθησιν πρέπει να έχη αναγκαίως. Τας δε άλλας αισθήσεις έχει το ζώον, ως είπομεν, ουχί χάριν της υπάρξεως, αλλά χάριν της ευζωίας (του ευ είναι) αυτού· λ.χ. έχει την όψιν, ίνα δύναται να βλέπη, επειδή είναι εν τω αέρι και εν τω ύδατι, και εν γένει εντός μέσου διαφανούς, την δε γεύσιν έχει διά το ευάρεστον και δυσάρεστον, ίνα αισθάνηται τας ιδιότητας ταύτας εν τη τροφή του και επιθυμή αυτήν και κινήται, ίνα την αποκτήση, την δε ακοήν έχει, όπως δηλούταί τι εις αυτό, την δε γλώσσαν, ίνα αυτό φανεροί τι εις άλλο 413.
ΤΕΛΟΣ
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Προς εξήγησιν θεωριών τινων και χωρίων του Αριστοτέλους
εθεωρήσαμεν επάναγκες να προσθέσωμεν ενταύθα ολίγας έτι
σημειώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.
Καίτοι πάντες οι κριτικοί παραδέχονται, ότι το βιβλίον τούτο είναι
έργον του Αριστοτέλους, τινές όμως φρονούσιν, ότι η τάξις των
Κεφαλαίων είναι έργον άλλης χειρός. Αλλά το αυτό δύναταί τις να είπη
και περί των άλλων συγγραφών του φιλοσόφου, αίτινες πάσαι σχεδόν
είναι συρραφαί αποσπασμάτων ή πραγματειών μεμονωμένων. O Αριστοτέλης
συνέτασσε σχέδια πραγματειών ή σημειώσεις προς διδασκαλίαν, αλλά δεν
ηδυνήθη να δώση εις ταύτα και την τελικήν μορφήν, ταλαιπωρηθείς κατά
τα τελευταία έτη του βίου του υπό θρησκευτικού διωγμού και εξορίας.
Την διάταξιν των υλικών, άπερ κατέλιπεν ο Αριστοτέλης, εξετέλεσαν οι
εκδόται αυτών, Ανδρόνικος ο Ρόδιος και άλλοι.
Κεφ. Α, 1. σελ. 13.
(Σημ 1)Διά την ακρίβειαν αυτής. Άλλοι εξηγούσι : «Διά την οξύνοιαν την απαιτουμένην προς εύρεσιν της γνώσεως». Ισχυρίζονται δ' ότι δεν πρόκειται ενταύθα περί αληθείας εξαγομένης εκ των πρώτων αρχών, διότι ο Αριστοτέλης εθεώρει το υλικόν της ψυχολογίας ως ανήκον εις τον φυσικοοργανικόν κόσμον, όστις δεν είναι ο κόσμος της αναγκαίας και ακριβούς πραγματικότητος.↩
Κεφ. Α, 1. σελ. 14.
(Σημ 2) Η ψυχή αρχή των ζώντων. Η λέξις αρχή από του Αριστοτέλους κατέστη σημαντικώτατος φιλοσοφικός όρος. Τας διαφόρους σημασίας της αρχής (όρα σελ. 14) οι νεώτεροι περιέλαβον εις την αρχήν του είναι (λόγον πραγματικόν ή αιτιώδη) και εις την αρχήν της γνώσεως (γνωστικόν λόγον) ή κατ' Αριστοτέλην «αρχήν του γνώναι και της κινήσεως».↩
Κεφ. Α. 2. σελ. 14.
(Σημ 3) Άλλαι αι αρχαί των αριθμών. Αι διάφοροι αρχαί, ων χρήσιν ποιούνται η αριθμητική και η γεωμετρία, είναι η Μονάς και η Έκτασις.↩
Κεφ. Α, 3. σελ. 14.
(Σημ 4) Αι κατηγορίαι, ήτοι οι διάφοροι τρόποι του είναι, εισί δέκα: ουσία (υπόστασις), ποσόν, ποιόν, σχέσις, τόπος, χρόνος, θέσις, έξις (κατοχή), ενέργεια, πάθος. Η ουσία είναι το υποκείμενον, αι δε λοιπαί εννέα είναι κατηγορούμενα.↩
Κεφ. Α, 5. σελ. 15.
(Σημ 5)Πρέπει να προσέξωμεν. Η παράγραφος απλούστερον μεταφραζομένη ορίζει, ότι ανάγκη να εξετασθή, αν υπάρχει είς μόνος ορισμός της ψυχής, όπως είς μόνος υπάρχει ορισμός του ζώου, ή αν απαιτείται διάφορος ορισμός εκάστου είδους ψυχής, όπως διάφορος είναι ο ορισμός του ίππου κλπ. Εξεταστέον δε και αν η γενική έννοια ζώον ουδέν είναι πραγματικόν ή αν λαμβάνει ύπαρξιν μετά τα καθ' έκαστα ζώα. Το αυτό δε εξεταστέον και περί πάσης άλλης γενικής εννοίας.↩
Κεφ. Α, 8. σελ. 16.
(Σημ 6) Κατά τας εικόνας...των πραγμάτων. Κατά λάθος παρεισέφρησαν εις την μετάφρασιν δύο περιτταί λέξεις. Αναγνωστέον: Κατά τας εικόνας (των πραγμάτων τας σχηματιζομένας υπό της) φαντασίας. Ο Αριστοτέλης λέγει μόνον: κατά την φαντασίαν.↩
Κεφ. Α. 8 σ. 16.
(Σημ 7) Αντιλογικώς και κενολογικώς. O Αριστοτ. λέγει ότι οι ορισμοί, δι' ων δεν είναι εύκολον να συλλάβη τις ούτε εικασίαν των ιδιοτήτων του οριζομένου πράγματος, είναι ορισμοί ονοματικοί ή εριστικοί και κενοί εμπεριεχομένου.↩
Κεφ. Α. 9 σ. 17.
(Σημ 8) Σημ. 1. Η νόησις δεν υπάρχει άνευ τον σώματος. O Αριστ. εκφράζεται ασαφώς. Η ψυχή λέγει, ότι είναι η δίδουσα εις φυσικόν τι σώμα την ατομικότητα και την σημασίαν αυτού και αποτελείται εκ της θρέψεως, κινήσεως κατά τόπον αισθήσεως, μνήμης, πάθους, φαντασίας και νου. Εκ των λειτουργιών τούτων της ψυχής μόνος ο νους είναι ίδιος εις τον άνθρωπον, αλλά και ούτος εν τη παθητική μορφή αυτού βάσιν έχει την πείραν και είναι συνδεδεμένος με την ζωήν του σώματος. Ο ποιητικός όμως νους είναι όλως χωριστός από του σώματος και αθάνατος, γινώσκει δε την αλήθειαν (τας αρχάς) εποπτικώς, αμέσως, ουχί ως ο παθητικός εμμέσως. Αλλ' ο τοιούτος νους δεν φαίνεται έχων θέσιν εν τω ορισμώ της ψυχής, καθ' ον αύτη είναι εντελέχεια σώματος φυσικού έχοντος την δύναμιν του ζην.↩
Κεφ. Α. 10. σ. 17.
(Σημ 9) Και επομένως εκφράσεις τοιαύται. Το χωρίον μεταφράζεται και ούτως: Επομένως οι ορισμοί είναι τοιούτοι· λ.χ. το οργίζεσθαι είναι κίνησις του κ.λ.↩
Κεφ. Α. 11. σ. 18.
(Σημ 10) Έργον του φυσικού. O φυσικός φιλόσοφος δέον να μελετήση την ψυχήν όλην ή μέρος αυτής συνδεδεμένον μετά του σώματος.↩
Κεφ. Α. 11. σ. 18.
(Σημ 11) Η μορφή της οικίας είναι τοιαύτη. Κατά λέξιν: Το είδος είναι εν (τοις υλικοίς) τούτοις και δι' αυτό (το είδος) είναι ταύτα.↩
Κεφ. Α. 11. σ. 18.
(Σημ 12) Είς τεχνίτης. Τεχνίτης εννοείται ουχί ο εμπειρικός απλώς, αλλ' ο μετά της πείρας κατέχων και την θεωρίαν, ο επιστήμων τεχνίτης, ο ιατρός λ.χ., ή ο αρχιτέκτων.↩
Κεφ. Β'. 5. σ. 20
(Σημ 13) Ομοίως και ο Αναξαγόρας. Οι ορισμοί της ψυχής αποτελούσι τρεις τάξεις καθ' όσον θεωρούσι κύριον χαρακτηριστικόν αυτής α') την κίνησιν, β') την γνωστικήν δύναμιν, γ') αμφότερα, την τε κίνησιν ή ενέργειαν και την γνώσιν ή θεωρίαν.↩
Κεφ. Β'. 5. σ. 21.
(Σημ 14) Κατέκειτο αλλοφρονών. Τοιούτο χωρίον δεν απαντά εν τη σωζόμενη μορφή των Ομηρικών επών· του αλλοφρονείν εναντίον είναι το φρονείν=ορθώς σκέπτεσθαι. Ο Έκτωρ κατέκειτο αναίσθητος εκ πληγής, είχεν άρα διατεταραγμένην και την διάνοιαν. Αλλ' όμως ο Δημόκριτος διακρίνει τον λόγον από της αισθήσεως. Καίτοι και ο μεν και η δε πηγάζουσιν έξωθεν, ουχί όμως αι αισθήσεις, αλλ' η λογική νόησις ευρίσκει την πραγματικήν φύσιν των όντων. Του κόσμου η αληθής φύσις αποτελείται εκ των ατόμων και του κενού, ταύτα όμως είναι στοιχεία νοητά. Εν τούτοις τα δεδομένα προς τας λογικάς ταύτας αληθείας ευρίσκομεν εν ταις αισθητικαίς αντιλήψεσι.↩
Κεφ. Β. 2. σ. 26.
(Σημ 15) Ας εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ' εαυτήν ή μόνον μετέχει της κινήσεως. Αντί των δύο λέξεων της μεταφράσεως ή μόνον κατ' άλλους γραπτέον και ούτω, δηλ. εξεταστέον αν η ψυχή ένεκα της ιδίας αυτής φύσεως μετέχει κινήσεως. O Αριστοτ. απορρίπτει την θεωρίαν ταύτην του Πλάτωνος ισχυριζόμενος ότι α') αν η κίνησις είναι ουσιώδης φύσις της ψυχής, αύτη θα είναι εν τόπω, τ. έ. θα περιέχηται και θα περιορίζηται υπ' άλλου σώματος, διότι κατ' Αριστ. τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος, ή το πληρούμενον υπό του σώματος, β') η ψυχή αναγκαίως πρέπει να κινήται υπό εξωτερικής δυνάμεως, και γ') και αναγκαίως πρέπει να τηρήται εν ηρεμία υπό εξωτερικής δυνάμεως· αλλ' αι βεβιασμέναι αυταί καταστάσεις κινήσεως και ηρεμίας είναι αδιανόητοι, δ') η σύστασις της ψυχής θα προσδιορίζηται υπό της φύσεως των κινήσεών της, ε') η ψυχή θα εκτελή τας κινήσεις, ας δίδει και, επειδή δίδει τοπικήν κίνησιν, θα κάμνη και αύτη τοπικήν κίνησιν, και επομένως δύναται να εισέλθη εις το σώμα, όταν εξέλθη εξ αυτού, και τα ζώα άρα δύνανται να ανίστανται εκ νεκρών, ς') αν η κίνησις, ήτις είναι μετάθεσις του κινουμένου, είναι ουσιώδης φύσις της ψυχής, τότε η κίνησις της ψυχής θα ήτο μετάστασις εκ της φύσεως αυτής.↩
Κεφ. Γ. 23. σ. 32.
(Σημ 16) Η τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς. Η τεκτονική την φυσικήν και υλικήν έκφρασιν αυτής ευρίσκει έν τινι οικία, ουχί δε εν αυλώ· προσέτι όργανον έχει πέλεκυν και ουχί αυλόν. Μερική τις οικία είναι η έκφρασις μερικής τέχνης ή ιδέας, ακριβώς όπως μερικόν τι σώμα είναι η έκφρασις ωρισμένης και ατομικής ψυχής. Η ψυχή είναι η εντελέχεια και η δύναμις η διαμορφούσα το σώμα, και αυτή αποτελεί την ατομικότητα και την σημασίαν του ανθρώπου.↩
Κεφ. Δ. 2, 32.
(Σημ 17) Αλλά καίτοι η αρμονία. Η περί αρμονίας θεωρία αύτη φαίνεται μεν πιθανή, λέγει ο Θεμίστιος (1, 4, σ. 44), ανηρέθη όμως πολλαχώς και υπ' Αριστοτέλους και υπό Πλάτωνος. Διότι η ψυχή είναι πρότερον του σώματος, η δε αρμονία ύστερον· η ψυχή άρχει του σώματος και επιστατεί και μάχεται πολλάκις προς αυτό, η αρμονία όμως δεν μάχεται προς τα ηρμοσμένα πράγματα· η αρμονία δέχεται το μάλλον και το ήττον, η ψυχή όμως δεν δέχεται τοιαύτην αυξομείωσιν· η αρμονία δεν ανέχεται αναρμοστίαν, η ψυχή όμως δέχεται κακίαν χωρίς να καταστρέφηται· προσέτι, αν του σώματος η αναρμοστία είναι νόσος, ή αίσχος, ή ασθένεια, η αρμονία αυτού θα είναι υγίεια και κάλλος και δύναμις, ουχί όμως η ψυχή κ.λ.↩
Κεφ. Ε. 1. σ. 38.
(Σημ 18) Η ψυχή είναι αριθμός. O Αριστοτέλης την θεωρίαν του Ξενοκράτους αφομοιών προς την ατομολογίαν του Δημοκρίτου εφαρμόζει και επ' αυτής την κριτικήν της θεωρίας του Δημοκρίτου.↩
Κεφ. Ε. 2. σ. 38.
(Σημ 19) O Δημόκριτος εξήγει την κίνησιν. Δηλ. το ζώον κινείται υπό ψυχικών μονάδων, όπως κινείται υπό ψυχικών ατόμων εν τη θεωρία του Δημοκρίτου.↩
Κεφ. Ε. 4. σ. 39.
(Σημ 20) Τρεις τρόποι καθ' ους ορίζουσι την ψυχήν. Αι θεωρίαι αύται είναι 1) η θεωρούσα την ψυχήν ως αριθμόν κινούντα εαυτόν (Ξενοκράτης), 2) η θεωρούσα αυτήν ως συνισταμένην εκ των λεπτότατων και ευκινητοτάτων ατόμων (Δημόκριτος) ή εκ των λεπτοτάτων ουσιών (Αναξαγόρας) ή ίσως ως ούσαν αρμονίαν, (Πλάτων) 3) η θεωρούσα αυτήν ως αποτελουμένην εκ των στοιχείων.↩
Κεφ. Ε. 24. σ. 45.
(Σημ 21) Άλλο τι αίτιον της ζωής; Η ζωή είναι η πρώτη, στοιχειωδεστάτη λειτουργία της ψυχής και η αναγκαία προϋπόθεσις των άλλων λειτουργιών αυτής.↩
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Κεφ. Α. 1. σ. 49.
(Σημ 22) Ουσία. O παρά τω Αριστοτέλει όρος ουσία αντιστοιχεί προς τον όρον Υπόστασις των νεωτέρων. Το άμεσον και ατομικόν, τόδε το ον είναι η πρώτη ουσία. Το είδος και τα γένη είναι δεύτεραι ουσίαι, αλλά μάλλον τα είδη, ως εγγύτερα εις το ατομικόν. Ενίοτε λέγει ουσίαν και την ύλην, διότι εκ ταύτης και του είδους αποτελείται η πρώτη (στοιχειώδης) ουσία.↩
Κεφ. Α. 1. σ. 50.
(Σημ 23) Η πρώτη εντελέχεια. Εν τη προηγουμένη σημειώσει είδομεν ότι υπάρχει πρώτη και δευτέρα ουσία. Ωσαύτως υπάρχει ύλη πρώτη, ήτοι άμορφος και πρώτη ψυχή, ήτοι η στοιχειώδης μορφή ψυχής, η θρεπτική και πρώτη, εντελέχεια, ήτοι η στοιχειώδης ή αρχική μορφή της ψυχικής ζωής. Είναι πρώτη ως εγγυτάτη εις την απλήν δύναμιν, κατάταξιν δε αναπτύξεως, κείται αμέσως υπεράνω του σώματος και είναι θεμελιώδης όρος της αναπτύξεως των άλλων. Λοιπόν η πρώτη εντελέχεια σώματος είναι η πρώτη φανέρωσις ζωής, ην οργανισμός τις εκτυλίσσει και είναι απλή δύναμις η έξις ως προς τας υψηλοτέρας εκδηλώσεις της ζωής.↩
Κεφ. II 1. 53.
(Σημ 24) Το γνωριμώτερον κατά λόγον. Κατ' Αριστ. η μόνη βεβαία και επιστημονική γνώσις είναι η των εννοιών ή των καθόλου. Και αυτή η αντίληψις των αισθητών δεν είναι παθητικόν δοχείον εξωτερικών εντυπώσεων. Αυταί μάλλον ως αφορμαί διεγείρουσι την ψυχήν εις ενέργειαν. Η δε λογική νόησις είναι έτι μάλλον ελευθέρα ενέργεια της ψυχής.↩
Κεφ. II 1. 54.
(Σημ 25) Ορισμός του τετραγωνισμού. Εκ τούτων ο πρώτος περιγράφει το τετελεσμένον εξαγόμενον, ο δεύτερος το μέσον και την μέθοδον της επιτελέσεως αυτού. O Αριστ. καίτοι αντέχεται των γεγονότων, επιμόνως εξαίρει την υπερτέραν σημασίαν των σχέσεων και αιτίων.↩
Κεφ. II 8. σελ. 54.
(Σημ 26) Καθώς τινες λέγουσι. O Πλάτων λέγει ότι η ψυχή αποτελείται εκ τριών διακεκριμένων μερών, του λογικού, του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, και ότι ο μεν λόγος κείται εν τη κεφαλή, το θυμοειδές εν τω θώρακι και το επιθυμητικόν εν τω υπογαστρίω (εν τω ήπατι).↩
Κεφ. I 29 σ. 89
(Σημ 27)και να μη γίνηται (εσωτερικώς) υγρόν. Πάσα μεταβολή είναι μετάβασις από καταστάσεως εν δυνάμει εις κατάστασιν, εν η το πράγμα ευρίσκει το τέλος αυτού πεπραγματωμένον, ή εν τη πορεία της πραγματώσεως. Ούτως η γεύσις είναι μόνον δυνάμει γεύσις, εφ' όσον δεν ερεθίζεται. Εν τη πορεία όμως της ενεργοποιήσεως το αισθητήριον αφομοιούται την αντικειμενικήν του πράγματος ποιότητα και μεταβάλλει αυτήν εις υποκειμενικήν. Ούτω το γευστικόν όργανον έχει την ικανότητα να υγραίνηται χωρίς να μεταβάλληται εις υγρόν.↩
Κεφ. I 12. σ. 91./5 σ.90/
(Σημ 28) Αύται είναι αι διαφοραί των χυμών. O Αριστοτέλης διακρίνει επτά χρώματα και επτά χυμούς. Εκ των δύο θεμελιωδών χρωμάτων, του λευκού και του μέλανος (εις ο περιλαμβάνεται το φαιόν) γεννώνται διά μίξεως τα λοιπά πέντε, ξανθόν, φοινικούν, αλουργόν, πράσινον και κυανούν. Ούτω και εκ της μίξεως των δύο θεμελιωδών χυμών του γλυκέος και του πικρού γεννώνται πέντε διάμεσοι, αλμυρός, δριμύς, αυστηρός, στρυφνός και οξύς, του λιπαρού περιλαμβανομένου εις τον γλυκύν. Σημειωτέον ενταύθα, ότι ο Αριστοτέλης τας αισθήσεις και εν γένει τα ψυχοφυσικά φαινόμενα εξετάζει και περιγράφει εκτενώς εν ταις θαυμασίαις εκείναις πραγματείαις του, ας οι σχολιασταί ήνωσαν υπό την επιγραφήν «Μικρά Φυσικά», και αίτινες συμπληρούσι την όλην ψυχολογίαν του.↩
ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ.
Κεφ. IV /Γ’/ σ. σ.
(Σημ 29) Η κεκλασμένη γραμμή παριστά τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα, η δε ευθεία την καθαράν έννοιαν, αμφότερα δε αντιστοιχούσι προς την διάκρισιν μεταξύ του σαρκί είναι και της σαρκός. Τα εν αφαιρέσει όντα είναι αι μαθηματικαί έννοιαι, αίτινες είναι αφηρημέναι ως προς τα υλικά όντα, αλλά συγκεκριμέναι ως προς τας καθαράς εννοίας. Αι μαθηματικαί έννοιαι και τα σχήματα, εν αις και το σιμόν, κατέχουσι μέσην θέσιν.↩
Κεφ. VI σ.
(Σημ 30) /Αντιστοίχισα την σημείωση με το τέλος του κεφαλαίου ς’, μπορεί όμως και να πρέπει να αντιστοιχιστεί νωρίτερα/ Αναγκαίον κρίνομεν να παραθέσωμεν ενταύθα τα κυριώτερα σημεία της υπό Θεμιστίου παραφράσεως των περί του νου χωρίων του Αριστοτέλους. Ο νους, λέγει, τελειούται μεταβαίνων εκ δυνάμεως εις ενέργειαν. Ότι είναι δύναμις αποδείκνυται εκ τούτων, ότι ούτε πάντοτε νοεί, ούτε τα αυτά νοεί πάντοτε, αλλά άλλοτε άλλα και, όταν συνεχώς νοή, αποκάμνει. Ούτως όνους ουσίαν και μορφήν έχει ταύτην, ότι δύναται να περιλάβη πάσας τας άλλας μορφάς. Και αν μη διέμενε τοιαύτη δύναμις, αλλ' είχεν ιδίαν ωρισμένην μορφήν, έν αποκλειστικόν είδος, δεν θα ηδύνατο να μεταβαίνη εκ μιας εις άλλην ενέργειαν και να δέχηται πάντα τα είδη, διότι το ιδιαίτερον εκείνο είδος του θα ημπόδιζε και θα αντέφραττε τα άλλα ως αλλότρια. Δυνάμει ων ο νους είναι απαθής και αμιγής, διότι πάσχει και μίγνυται μόνον το ον, όπερ είναι τι εν ενεργεία. Ων δε και ανεξάρτητος από του σώματος δύναται να νοή, όταν βούληται. Και είναι μεν δυνάμει πάντα τα όντα, ενεργεία όμως είναι ουδέν πριν να νοήση αυτά. Αναπτύσσεται δε και τελειούται καθ' όσον από των αισθητικών αντιλήψεων και παραστάσεων υψούται εις τα καθόλου, τα όλως νοητά όντα. Και είναι μεν και τότε δυνάμει νους, αλλ' ουχί όπως ήτο πριν να μάθη, διότι ήδη κατέχει την νοητήν ουσίαν και τας αναφοράς των όντων. Επειδή δε ο νους ουδέν άλλο είναι ή τα νοήματα, νοών ταύτα νοεί εαυτόν. Όπως η επιστήμη, λ.χ. η γεωμετρία είναι τα επιστητά θεωρήματα, ούτως ο νους είναι τα νοήματα και όταν μεν ηρεμή, λέγεται ότι έχει την έξιν των νοημάτων, όταν δε ενεργή περί έν τούτων, τότε είναι ο αυτός με το νοούμενον και είναι νους και νοητός.↩
Ο νους όμως, όστις είναι απηλλαγμένος του δυνάμει και είναι πάντοτε νους άμα και νοητός, είναι ο ποιητικός νους, όστις ενεργεία και τέλειος ων συμπλέκεται προς τον δυνάμει και προάγει αυτόν εις ενέργειαν. Οίαν σχέσιν έχει ο τεχνίτης προς την ύλην, τοιαύτην έχει ο ποιητικός νους προς τον δυνάμει, τελειοποιών τούτον και ποιών έξιν την προς το νοείν ευφυίαν της ψυχής και τα δυνάμει νοητά καθιστών ενεργεία νοητά. O μεν ως είδος πάντα ποιεί, ο δε ως ύλη γίνεται πάντα· αλλ' εξ αμφοτέρων είς μόνος νους αποτελείται, πάντα γινόμενος και πάντα ποιών εν τη ψυχή. O ποιητικός όμως, νους μη προβαίνων εκ δυνάμεως είναι πάντοτε ενεργεία, όταν είναι αυτός καθ' εαυτόν, απαθής όντως αυτός και αμιγής, ενεργεία άπαυστος και ακάματος και αΐδιος, νους και νοητός όμοιος τω Θεώ. O μεν δυνάμει νους διανοείται, ήτοι διαιρεί και συνθέτει τα νοήματα και εκ του ενός μεταβαίνει εις το άλλο, ο ποιητικός όμως νοεί αμέσως έχων αθρόως πάντα τα είδη και άπαντα συνάμα προβεβλημένος (Θεμιστ. λόγος Ε' και ΣΤ' περί ψυχής). Και το φιλείν και μισείν και το μνημονεύειν είναι πάθη ουχί του ποιητικού νου, όστις είναι μόνον είδος ειδών, αλλά του παθητικού, όστις είναι η ύλη του ποιητικού. O ποιητικός νους εν τω ανθρωπίνω μικροκόσμω είναι ως ο απόλυτος νους, ο Θεός, εν τω σύμπαντι. Την περί του νου λοιπόν θεωρίαν ο Αριστ. συμπληροί πραγματευόμενος περί του απολύτου νου εν τοις μεταφυσικοίς.
Εάν θελήσωμεν να μεταφράσωμεν την διδασκαλίαν ταύτην διά νεωτέρων επιστημονικών όρων, θα είπωμεν ότι το πνεύμα είναι ον ουσιωδώς καθολικόν και ελεύθερον, ότι είναι ύλη άμα και είδος, είναι η άπειρος μορφή, ήτις δημιουργεί παν περιεχόμενον, είναι υποκείμενον άμα και αντικείμενον και εν γένει είναι η ενότης πάντων των εναντίων. Εν τω νοητώ κόσμω ο νους είναι η αρχή, προς ην μόνην υπάρχει ο κόσμος ούτος, και ουδέν δύναται να εμποδίση αυτήν από του να άρχη και να γινώσκη τον κόσμον της. Μελετών το αντικείμενόν του ο νους φαίνεται κατ' αρχάς ότι ερευνά αλλότριόν τι, πράγματι όμως μελετά, και εξελίσσει εαυτόν, στοιχεία της συνειδήσεώς του. Ώστε η εντελεχής γνώσις του αντικειμένου είναι το αυτό και η ανάπτυξις της νοήσεως εις τελείαν αυτοσυνειδησίαν, εις νόησιν νοήσεως. Ο νους όμως ούτος, ο συνειδώς εαυτόν, δεν μνημονεύει και είναι όλως απαθής. Τω όντι η μνήμη αντικείμενον έχει το παρελθόν, ο νους όμως νοεί το αιωνίως παρόν, το καθολικόν και το αναγκαίον. Ετέρωθι αι ιδέαι, η νοητή λ.χ. λύπη και ηδονή νοούσι μόνον, αλλά δεν αισθάνονται εαυτάς και ως όντα νοητά και καθολικά παράγουσι την επί μέρους λύπην και ηδονήν ημών. Ούτως ο Θεός είναι η πηγή της ζωής και του θανάτου, διότι αυτός είναι η ζωή και ο θάνατος.
Ως προς την πράξιν ο Αριστοτ. λέγει ότι, επειδή ο νους είναι το θείον εν τω ανθρώπω, ο βίος ο σύμφωνος προς τον νουν είναι βίος θείος. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει, ώς τινες συμβουλεύουσι, να φρονή ανθρώπινα και πρόσκαιρα ως άνθρωπος και θνητός, αλλ' εφ' όσον δύναται πρέπει να ζη ζωήν αθάνατον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν, ίνα ζη συμφώνως προς το άριστον και τιμιώτατον μέρος του, τον νουν. O βίος δε ούτος είναι όντως ευδαίμων και μακάριος. (Ηθ. Νικομ. Κ. 7).
Τοιαύτη διά βραχέων η περί του νου εμβριθής διδασκαλία του Αριστοτέλους. Την αλήθειαν και την γονιμότητα αυτής απέδειξεν η μετά ταύτα ιστορία. Η έκτοτε ανάπτυξις της θρησκείας, έτι δε μάλλον της φιλοσοφίας, είναι συνεχής ανάπτυξις, πραγμάτωσις και συμπλήρωσις των αρχών, ας εδίδαξεν ο Αριστοτέλης εν τω Γ' βιβλίω της περί ψυχής πραγματείας και εν τω β' μέρει του ΙΒ' βιβλίου των Μεταφυσικών.