Περί Ψυχής

72 23 αισθητικότης... παθητικότης
88 10 αναίμων εναίμων

ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

  Προλεγόμενα
  Αξία της περί ψυχής πραγματείας.
  Ορισμοί.
  Διαίρεσις.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Ζητήματα και κριτική εξέτασις των προγενεστέρων ψυχολογικών
θεωριών.

  Κεφ. Α'. — Μέθοδοι ζητήσεως.— το χωριστόν της ψυχής. –
                    Σχέσεις της ψυχής προς το σώμα.: (1)-(17)
  Κεφ. Β'.— Ιστορία των θεωριών Εμπεδοκλέους, Δημοκρίτου,
                   Αναξαγόρου: (18)-(31)
    » Γ'.— Η ψυχή και η κίνησις.: (32)-(52)
    » Δ'.— Η ψυχή ως αρμονία. Η ψυχή και το σώμα.
                   Μοναδολογία.: (53)-(71)
    » Ε'.— Η ψυχή και τα στοιχεία. Η ψυχή και τα μέρη αυτής.
                    Διαιρετόν της ψυχής.: (72)-(93)

 ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Αι δυνάμεις (μόρια) της ψυχής

  Κεφ. Α'.— Έννοια της ουσίας. Ορισμός της ψυχής.: (94)-(104)
       » Β'.— Έμψυχον και άψυχον. Η αρχή της ζωής. Η ψυχή
                   και το σώμα:(105)-(115)
       » Γ'.— Αι διάφοροι εκδηλώσεις της ψυχής.: (116)- (123)
       » Δ'.— Ψυχή και τελική αιτία. Η ψυχή και η θρέψις. Αρχή της
                   θρέψεως.: (124)-(137)
 Κεφ. Ε'.— Δυνάμει και ενεργεία. Αίσθησις και νόησις: (138)- (152)
    » ς'.— Αισθηταί ποιότητες.: (153)-(155)
    » Ζ'.— Η όρασις και το διάμεσον αυτής.: (156)-(169)
    » Η'.— Ήχος και το διάμεσον αυτού. Φωνή.: (170)-(185)
    » Θ'.— Η αίσθησις της οσφρήσεως.: (186)-(187)
    » Ι'.— Η αίσθησις της γεύσεως.: (188)-(189)
   » ΙΑ'.— Η αίσθησις της αφής .: (190)-(197)
   » ΙΒ'.— Σχέσις αισθητηρίου και αισθητού. Τα μεταξύ: (198)-(205)

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Αίσθησις. Φαντασία, Νους (θεωρητικός και πρακτικός).

 Κεφ. Α'.— Τα κοινά αισθητά.: (206)- (217)
    » Β'.— Αντίληψις. Η κοινή αίσθησις.: (218)-(251)
    » Γ'.— Η Φαντασία.: (252)-(266)
    » Δ'.— O Νους (λόγος). Η αφηρημένη νόησις.: (267)-(297)
    » Ε'.— Νους ποιητικός και παθητικός.: (298)-(307)
    » ς'.— Νόησις και αλήθεια.: (308)-(326)
    » Ζ'.— Νόησις. Εικόνες. Νοητόν αντικείμενον.: (327)-(346)
    » Η'.— Ιδέαι και εικόνες.: (347)-(352)
    » Θ'.— Δυνάμεις ψυχής. Νους και όρεξις.: (353)-(361)
    » Ι'.— Ορέξεως λειτουργία.: (362)-(384)
   » ΙΑ'.— Το κοινόν αίτιον.: (385)-(395)
   » ΙΒ'.— Αίσθησις. Θρέψις. Ευζωία.: (396)-(407)
   » ΙΓ'.— Η αίσθησις της αφής.: (408)-(413)

            Πρόσθετοι σημειώσεις.

-------

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. O Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Περί ψυχής Εις το περιλάλητον τούτο έργον διετύπωσεν ο Αριστοτέλης τας μεταφυσικάς περί ψυχής θεωρίας του, βασιζόμενος επί των δεδομένων του φυσικού κόσμου και του ορθού λόγου. Υπήρξαν δε αύται αφετηρία πλείστων εκ των νεωτέρων μεταφυσικών συστημάτων.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506

ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10

 


1. Πάθη ή συμβεβηκότα τα οποία αποτελούσι την ουσίαν της ψυχής.

2. Διότι η ψυχή είναι η τελική αιτία του σώματος, του φυτού και του ζώου.

3. Μέθοδος Αριστοτελική.

4. Μέθοδος Πλατωνική.

5. Ότι η ψυχή είναι υπόστασις εδίδασκον οι Πυθαγορικοί και ο Πλάτων.

6. Ως έλεγον οι ιατροί οι ισχυριζόμενοι, ότι είναι αποτέλεσμα της κράσεως.

7. Ως έλεγεν ο Ξενοκράτης ορίζων ότι η ψυχή είναι αριθμός.

8. Διότι πρόκειται να αποδειχθή αν η ψυχή είναι σωματική ή ασώματος, ήτοι καθαρά ενέργεια.

9. Αν η ψυχή είναι μία εις έκαστον όν, ή δύναται να διαιρήται εις πολλάς άλλας ψυχάς.

10. O Αριστοτ. διακρίνει 3 ή μάλλον 4 είδη ψυχών, την θρεπτικήν ή φυτικήν, την αισθητικήν (ζωικήν), την κινητικήν και την νοητικήν (λογικήν).

11. Ήτοι ορισμός της εν πάσι τοις ζώοις ψυχής, όπερ φαίνεται αδύνατον, διότι η ψυχή του κυνός, ή του ανθρώπου και ή του θεού δεν δύνανται να ορισθώσιν ομοίως.

12. Το αυτόζωον του Πλάτωνος (όρα Τίμαιον).

13. Η νόησις είναι ενεργεία νους, ούτω και τα άλλα.

14. Κατά τον Αριστοτ. δεν υπάρχει φαντασία άνευ της αισθήσεως, αύτη δε δεν υπάρχει άνευ του σώματος· άρα και νόησις δεν υπάρχει άνευ του σώματος.

15. Ούτω και η ψυχή δεν δύναται να είναι χωριστή από του σώματος.

16. Έννοιαι εν τη ύλη έχουσαι την ύπαρξιν αυτών, εκδηλούμεναι εν τω σώματι.

17. Η γραμμή και η επιφάνεια δύνανται να θεωρώνται χωριστά, κατά τρόπον αφηρημένον, και ούτως εξετάζονται υπό των μαθηματικών. Αλλά τα πάθη της ψυχής πρέπει να θεωρώνται εν ταις αναφοραίς των προς το σώμα, από του οποίου αυτή ουδέποτε χωρίζεται.

18. Αύτη είναι η αρχή των σοφιστών και ιδία του Πρωταγόρα.

19. O Όμηρος δήλα δη υπελάμβανεν ως ταυτόν τον νουν και την ψυχήν.

20. Διότι άλλοτε διακρίνει και άλλοτε συγχέει νουν και ψυχήν.

21. Ουχί εκ των τεσσάρων στοιχείων, αλλ' «εκ της αμερίστου φύσεως και αΰλου και ασωμάτου και εκ της σωματικής και μεριστής μέση μεταξύ αυτών συνεκράθη η ψυχή» λέγει ο Πλάτων εν τω Τιμαίω.

22. Άγνωστον είναι τοιούτον σύγγραμμα· ίσως εννοεί την προφορικήν διδασκαλίαν του Πλάτωνος.

23. Το μήκος έχει μίαν διεύθυνσιν, το πλάτος δύο, και το βάθος τρεις διευθύνσεις.

24. O Ξενοκράτης, ο οποίος διεδέχθη τον Σπεύσιππον ως σχολάρχης της Ακαδημίας.

25. Ότι κινεί εαυτήν και κινεί τα άλλα.

26. Επομένως και εκ της γης.

27. Προηγουμένως είπε μόνα τα δύο πρώτα, τώρα προσθέτει και το ασώματον.

28. Πιθανώς πλην του Αναξαγόρα.

29. Ως οι Ίωνες φιλόσοφοι.

30. Οι Πυθαγορικοί, οίτινες έλεγον, ότι η ψυχή είναι αρμονία εναντίων.

31. O Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής, ο Ίππων, και ίσως ο πυθαγορίζων Αλκμαίων.

32. Ως ο Πλάτων.

33. O Αριστ. θεωρεί την ψυχήν ως κινούν ακίνητον, ως δίδουσαν την κίνησιν χωρίς αυτή να κινήται.

34. Εις τα Φυσικά του Αριστ.

35. Αλλαχού προσθέτει την γένεσιν και την φθοράν.

36. Πρώτον λοιπόν επιχείρημα κατά της Πλατ. διδασκαλίας, ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής, είναι ότι η ψυχή θα ήτο εν χώρω, υλική. Η ψυχή τότε ηδύνατο να κινήται υπό εξωτερικής δυνάμεως.

37. Δηλ. η παρά φύσιν κίνησις προϋποθέτει κίνησιν κατά φύσιν.

38. Η ψυχή πρέπει να τηρήται εις ηρεμίαν υπό εξωτερικής δυνάμεως, αλλ' αι βίαιαι αυταί καταστάσεις κινήσεως και ηρεμίας είναι ακατανόητοι. Έπονται τρία έτι επιχειρήματα § 5—8.

39. Νυν αναιρεί την κατά συμβεβηκός κίνησιν, αφού επολέμησε την ιδιάζουσαν εις την ψυχήν κίνησιν.

40. Ούτω θα μετέδιδεν εις το σώμα την κίνησιν, ην ελαβεν έξωθεν.

41. Διότι τα κινούντα την ψυχήν άτομα είναι αεικίνητα· πώς λοιπόν δύναται να ηρεμήση το σώμα;

42. Ο Πλάτων, ειπών ότι η ψυχή μερίζεται και υποδιαιρείται, είπεν ότι αυτή είναι μέγεθος. Βλέπε την Πλατωνικήν ψυχογονίαν εν Τιμ. 34 Α, 36 C.

43. Ο νους δεν δύναται να θεωρηθή ως μέγεθος, ούτε ομοιάζει με την αίσθησιν ή την επιθυμίαν, αίτινες κινούνται κατ' ευθείαν γραμμήν προς τι ή έκ τινος αντικειμένου. Ο νους όμως αντικείμενον έχων εαυτόν, τα νοητά, επιστρέφει εις εαυτόν και κάμνει κυκλικήν κίνησιν.

44. Αι μονάδες αι αποτελούσαι ένα αριθμόν είναι συνεχείς, διότι αποτελούσι συνηνωμέναι έν όλον, όπερ είναι αυτός ο αριθμός.

45. Τα μέρη είναι συνεχή και συνέχονται προς άλληλα.

46. Διότι υπάρχει εις τι μέγεθος άπειρος αριθμός σημείων, εν οις το μέγεθος τούτο δύναται να θίγηται και η νόησις θα πολλαπλασιάζηται τοσάκις όσα είναι τα σημεία, ενώ η ενέργεια της νοήσεως είναι ενιαία.

47. Επειδή κατά τον Τίμαιον η κίνησις του κύκλου του παντός είναι αΐδιος, ανάγκη και η ενέργεια του νου, όστις συνταυτίζεται με τον κύκλον τούτον, να είναι αΐδιος, ήτοι άπειρος και απεριόριστος. Αλλά πάσα ενέργεια του νου είναι περιωρισμένη, άρα ψευδής η θεωρία του Τιμαίου— O Πλάτων όμως ομιλεί περί της ψυχής του κόσμου.

48. Επομένως θα ήτο δυστυχής, διότι θα υφίστατο βίαν.

49. Η ψυχή του κόσμου είναι ηνωμένη με το σώμα του κόσμου.

50. Αλλ' ο Πλάτων θεωρεί την ψυχήν ως την αιτίαν της κινήσεως αναφορικώς προς το σώμα του κόσμου.

51. O Πλάτων όμως εξηγείται περί τούτου.

52. Περί μετεμψυχώσεως.

53. λ.χ. θερμών και ψυχρών, υγρών και ξηρών, σκληρών και μαλακών κ.λ.

54. λ.χ. ξύλα, λίθοι και άλλα χρησιμεύοντα εις την κατασκευήν οικίας.

55. λ.χ. την μουσικήν αρμονίαν έχομεν μόνον, όταν δεν ευρίσκηται μεταξύ των φθόγγων αναλογία δυναμένη να καταστήση ωραιοτέραν την συμφωνίαν αυτών.

56. O Εμπεδοκλής είπεν ότι πάντα τα σώματα αποτελούνται εκ των αυτών στοιχείων, και μόνον εκ της διαφόρου αναλογίας των στοιχείων προέρχεται η διαφορά των σωμάτων.

57. Η ψυχή κινεί το σώμα. Τούτου κινουμένου συμβαίνει να κινήται και η ψυχή κατά τόπον.

58. Ότι δηλ. η ψυχή κινείται καθ' ον τρόπον επίστευον οι αρχαιότεροι.

59. Το αισθητόν κινεί το σώμα, τα αισθητήρια, και εκ τούτου γεννάται η αίσθησις. Εν τη αναμνήσει αντιθέτως, η ψυχή πρώτη ανακαλεί τας εικόνας ας φυλάττει, και ούτω πολλάκις κινεί το σώμα.

60. Ταύτα δεν είναι πάθη του ποιητικού νου αλλά του εμψύχου σώματος.

61. Δηλαδή της ενώσεως της ψυχής και του σώματος.

62. Θα αποδείξη περαιτέρω ότι ο νους είναι θείος και αθάνατος και όλως απαθής.

63. Ούτως ο Ξενοκράτης εθεώρησε τα στοιχεία της ψυχής ως μεμιγμένα κατά λόγον, ώστε να παράγωσιν αρμονίαν. Αλλ' η αρμονία προέρχεται εξ αριθμητικού λόγου. Άρα η φύσις της ψυχής είναι αριθμός, εις ον ο Ξενοκράτης προσέθηκε και την έννοιαν της αυτοκινησίας.

64. Η ψυχή είναι μονάς, αριθμός. Η μονάς και το σημείον συμπίπτουσι πολλαχώς. Και επειδή η κίνησις σημείου γεννά γραμμάς, λοιπόν και αι κινήσεις της μονάδος, ως ψυχής, θα γεννώσι γραμμάς. Αύται δε αι γραμμαί θα είναι αυταί αι κινήσεις της ψυχής, οργή, λύπη κ.λ.

65. Τα πολύποδα εν γένει και τα ζωόφυτα.

66. Άτομα άτινα μη έχοντα μέγεθος είναι ως μονάδες και σημεία άπειρα τον αριθμόν.

67. Όπερ μένει εις τα άτομα.

68. Έν σημείον δεν δύναται να διαφέρη άλλου σημείου ειμή διά της θέσεώς του. Άτοπον δε είναι να λέγηται ότι αριθμητική μονάς διαφέρει ούτω άλλης αριθμητικής μονάδος, διότι ο αριθμός δεν έχει θέσιν. Αλλ' ο αριθμός όστις αποτελεί την ψυχήν κατά τον Ξενοκράτην δεν είναι πλέον ειμή έν σημείον κατά την αναίρεσιν του Αριστοτέλους.

69. Ενταύθα αναιρεί την γνώμην ότι τα σημεία του σώματος είναι τα αυτά με τα της ψυχής. Ανωτέρω εξήτασε την γνώμην, ότι τα υλικά σημεία του σώματος είναι διάφορα από τα σημεία τα αποτελούντα την ψυχήν.

70. Εν τη σχολή του Ξενοκράτους επιστεύετο ότι η ψυχή δύναται να χωρίζηται από του σώματος. Αλλά αφού κατ' αυτούς η ψυχή είναι αριθμός αναγόμενος εις σημεία, πώς δύναται να χωρίζηται του σώματος, αφού το σημείον είναι αχώριστον της γραμμής;

71. Τα σημεία δεν είναι μέρη των γραμμών, αλλά μόνον ωρισμέναι θέσεις ή όρια. Η γραμμή άμα διαιρεθή εις σημεία δεν υπάρχει πλέον.

72. Είτε τα υλικά σύνθετα όντα, είτε αι αναφοραί των πραγμάτων.

73. Τα τέσσαρα, γην, πυρ, αέρα, ύδωρ. O Αριστοτέλης παρεδέχετο και πέμπτον στοιχείον, τον αιθέρα.

74. O Εμπεδοκλής λέγει ότι τα οστά έχουσι δύο μέρη γης, δύο ύδατος και τέσσαρα πυρός. (Όρα και Μ. Ευαγγελίδου, Σύνοψις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Α. 1904).

75. Το αγαθόν δεν είναι στοιχείον, αλλ' είναι αναφορά ή σχέσις. Είναι το μέσον μεταξύ δύο κακιών, της υπερβολής και της ελλείψεως.

76. Κατά τον Αριστοτέλην αι κατηγορίαι ουδέν κοινόν έχουσι, και δεν δύνανται να αναχθώσιν εις έν γένος.

77. Αλλά τότε τι γίνεται η ενότης αυτής, ης άνευ ούτε να νοηθή δύναται;

78. O Εμπεδοκλής ορμάται εκ της αρχής ότι το όμοιον γινώσκεται υπό του ομοίου. Επομένως ίνα γινώσκηται η αισθητή πραγματικότης, ήτις σύγκειται εκ των 4 στοιχείων, πυρός, αέρος, ύδατος και γης, πρέπει η γινώσκουσα ψυχή ν' αποτελήται εκ των ομοίων στοιχείων. O Αριστοτέλης φέρει τας ακολούθους αντιρρήσεις: (1) η ψυχή γινώσκει ου μόνον τα στοιχεία, αλλά και πλείστα άλλα πράγματα, περί των οποίων η αρχή «ομοίω το όμοιον» ουδέν εξηγεί. (2) ουδεμίαν έχει αξίαν το ότι η ψυχή συνίσταται εκ των στοιχείων, εάν μη συνίσταται και εκ των αναφορών και συνδυασμών των στοιχείων τούτων. Διότι πώς δύναται να γινώσκηται ο άνθρωπος λ.χ. ή ο λίθος, αφού ουδείς υποθέτει ότι ταύτα είναι εν τη ψυχή; (3) Εις ποίαν κατηγορίαν δύναται να υπαχθή η ψυχή; Αι γενικώταται κατηγορίαι είναι 10, δηλ. ουσία, ποσόν, ποιόν, σχέσις, τόπος, χρόνος, κείσθαι, έχειν, ποιείν, πάσχειν. Αλλ' η ψυχή δεν δύναται να είναι πάσαι αι κατηγορίαι, διότι αυταί δεν έχουσι κοινά στοιχεία· ούτε δύναται να είναι μία εξ αυτών, διότι τότε θα γινώσκη μόνον τα αντικείμενα, άτινα ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην, θα αγνοή δε τα άλλα. (4) O Εμπεδοκλής εμπλέκεται εις το δίλημμα να καταστήση τον Θεόν αμαθέστατον ον, διότι αποκλείει από της φύσεως τούτου μίαν των στοιχειωδών κοσμικών αρχών, την έριν (την διάκρισιν, την διαλεκτικήν). (5) Προσέτι διατί παν στοιχείον ή πας συνδυασμός στοιχείων δεν έχει ψυχήν; (6) η εν λόγω θεωρία ουδεμίαν παρέχει συνεκτικήν και ενωτικήν αρχήν.

79. Ίσως είπε νεύρα αντί να είπη μύες.

80. θα γινώσκη το όμοιον αυτής εξ' ου και συνίσταται.

81. Ποίον το στοιχείον όπερ δίδει εις τα άλλα στοιχεία την δύναμιν να μένωσιν ηνωμένα και ούτω ποιεί όντα ατομικά και χωριστά;

82. Ενώ η ψυχή ή η μορφή τα ενώνει εις έν όλον.

83. Ως τα ζωόφυτα. Κατά τον Αριστ. το διακριτικόν γνώρισμα του ζώου είναι η αισθητικότης, η αισθητική ψυχή. Η κίνησις δεν δύναται να ανήκη εις την ουσιώδη φύσιν της ψυχής, διότι αισθανόμενά τινα όντα είναι στάσιμα και ακίνητα. Η αντίρρησις λοιπόν στρέφεται κατά Δημοκρίτου και Ξενοκράτους.

84. Και τα φυτά έχουσι ψυχήν, αλλά την θρεπτικήν μόνην.

85. Ήτοι εν τοις σώμασι τα οποία σύγκεινται εκ διαφόρων στοιχείων αναμεμιγμένων μεταξύ των.

86. Αν τα στοιχεία αποτελούσι την ψυχήν, πρέπει και ο αήρ και το πυρ να έχωσι την ψυχήν. Και αφού τα μέρη των έχουσι ψυχήν πρέπει και τα όλον αυτών να έχη ψυχήν.

87. Όπερ αδύνατον, αν η ψυχή σύγκειται εκ των στοιχείων, τα οποία δεν είναι όμοια.

88. Κατά τον Αριστοτέλην η ζωή και η ψυχή είναι τα αυτά· διά τούτο αποδίδει ψυχήν και εις τα φυτά.

89. Το λογικόν.

90. Το επιθυμητικόν.

91. Αριθμητικώς υπάρχουσι πολλαί ατομικαί ψυχαί, ειδικώς δε (κατ' είδος) η ψυχή είναι η αυτή εις τε τα μέρη και εις το όλον σώμα.

92. Ως εάν η ψυχή ανευρίσκετο ολόκληρος εν εκάστω των μερών, εις τα οποία διηρέθη το ζώον.

93. Την θρεπτικήν.

94. Όστις θα περιλαμβάνη πάντα τα έχοντα ζωήν, ήτοι φυτά και ζώα.

95. Η ύλη είναι ακόμη ουδέν, και δύναται να είναι πάντα, πριν ή η μορφή διορίση αυτήν ειδικώς.

96. Όπερ δύναται να δεχθή την ζωήν ή έχει την ικανότητα να ζη.

97. Προηγείται η έξις ή κατοχή γνώσεως ή άλλης ικανότητος, και έπεται η χρήσις ή ενεργοποίησις αυτών.

98. Ως έξις και κατοχή, οία η θρεπτική ψυχή, ήτις είναι έξις και ενέργεια και προϋπόθεσις των άλλων.

99. Πραγματικόν ον, τόδε τι, είναι εκείνο, εν ω συνηνώθησαν πάντα τα συστατικά στοιχεία του. Το σώμα άνευ της ψυχής είναι πτώμα και ανάπαλιν η ψυχή άνευ του σώματος είναι απλή αφαίρεσις εν τη διάνοια ημών.

100. Όπως το σώμα είναι η ύλη της ψυχής.

101. Εκ της εν τω οφθαλμώ αισθητικότητος μεταβαίνει εις την του όλου σώματος. Η ψυχή η ποιούσα αισθητικόν το σώμα ομοιάζει προς την όψιν του οφθαλμού και την τμήσιν του πελέκεως.

102. Διακρίνει την εν τω εμψύχω σώματι πραγματικήν δύναμιν του ζην και την εν τω σπέρματι, όπερ δύναται να γίνη σώμα, δένδρον κλπ.

103. Όψις είναι η απλή δύναμις, όρασις η ενέργεια της όψεως.

104. Μόνη η ψυχή είναι η τελείωσις του σώματος. Μέρη ή λειτουργίαι αυτής δύνανται να χωρίζονται του σώματος, ως ο ποιητικός νους.

105. Τότε μόνον γινώσκεται αληθώς πράγμα τι, ότε γινώσκεται και η αιτία αυτού, το διότι του ότι.

106. Δεδομένου ορθογωνίου;

107. Ούτος είναι ο αληθής ορισμός και τοιούτον θέλει να δώση ο Αριστοτ. ορισμόν της ψυχής.

108. Η θρέψις είναι πρώτη, διότι δεν εξαρτάται από ουδεμίαν των άλλων λειτουργιών, ενώ αι άλλαι εξαρτώνται εξ αυτής.

109. Το αισθητικόν είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικόν, δι' ου διακρίνεται το ζώον από των φυτών και των άλλων όντων.

110. Περαιτέρω εν τω Γ' βιβλίω θα είπη ότι χωρίζεται.

111. Η μεν επιστήμη είναι εκείνο το οποίον δεχόμεθα, η δε ψυχή εκείνο διά του οποίου δεχόμεθα την επιστήμην. Ούτω και περί υγιείας και σώματος.

112. Το αισθητόν ενεργεί επί του αισθητικού, το επιστητόν επί του επιστημονικού κ.λ.

113. Εννοεί το δόγμα της μετεμψυχώσεως. Το ότι μία ψυχή εισδύει εις διάφορα σώματα είναι τόσον αδύνατον, όσον το ότι μία τέχνη δύναται να μεταχειρίζεται τα εργαλεία άλλων τεχνών αδιαφόρως.

114. Το χωρίον μεταφράζουσιν άλλοι ούτω· «Εις το αυτό φθάνομεν και δι' αναλύσεως αυτής της εννοίας».

115. Πάσα ψυχή δεν είναι είδος παντός σώματος, αλλά του σώματος του έχοντος όργανα και διαθέσεις επιτηδείας και καταλλήλους προς αυτήν και τας δυνάμεις αυτής της ψυχής.

116. Τα ζωόφυτα μόνον την αφήν έχουσι.

117. Της τροφής αίσθησις είναι η γεύσις, αλλ' η γεύσις είναι είδος αφής, ως θα είπη κατωτέρω ο Αριστοτ. Και άνευ αφής δεν δύναται να υπάρχη ζώον. Η αφή είναι η θεμελιωδεστάτη των αισθήσεων.

118. Εμμέσως διακρίνει το ζώον την τροφήν δι' άλλων αισθητών ιδιοτήτων.

119. Το τρίγωνον αποτελεί πάντα τα άλλα ευθύγραμμα πολύγωνα, άτινα είναι διαιρετά εις τρίγωνα.

120. Ταύτα είναι αι θρεπτικαί, αι αισθητικαί κλπ. ψυχαί. Ψυχή όμως καθόλου, γενική δεν υπάρχει.

121. Αναιρεί εμμέσως την Πλατωνικήν θεωρίαν περί ιδεών και διδάσκει, ότι δεν πρέπει να ζητώμεν γενικόν ορισμόν της ψυχής ως να υπήρχε μία φύσις απάσης της ψυχής, αλλά να ορίζωμεν μίαν εκάστην των μορφών αυτής. Τοιούτοι γενικοί ορισμοί είναι κενοί σημασίας, διότι δεν εφαρμόζουσιν εις μερικόν τι είδος όντων.

122. Εννοεί το λογικώς πρότερον.

123. Η φαντασία είναι 1) αισθητική, ήτοι η δύναμις του αναπλάττειν αισθητάς εικόνας ή του ζωογονείν νεκρά αισθήματα. 2) βουλευτική ή λογιστική, ήτοι η δύναμις του πλάττειν τας την νόησιν συνοδευούσας εικόνας εκ στοιχείων πάντοτε, τα οποία παρέχει η αίσθησις.

124. Πρώτας ευρίσκομεν τας ενεργείας, και εκ τούτων νοούμεν έπειτα τας δυνάμεις. Φύσει όμως προηγείται η δύναμις. Σαφέστερα όμως και των ενεργειών είναι τα αντικείμενα, λ.χ. η τροφή.

125. Εάν λ.χ. η ευδαιμονία είναι σκοπός, ο σκοπός ούτος πραγματοποιείται εν εκάστω ημών και ούτω έκαστος ημών είναι ο τελικός σκοπός.

126. Διά της γεννήσεως αναγεννάται και διαμένει τα έμψυχον ον, ούτω δε διαιωνίζεται ουχί άτομόν τι δεδομένον, αλλά το είδος.

127. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι υλική αιτία. Ύλη αυτής είναι το σώμα.

128. Καθώς εις τα ζώα είναι άνω η κεφαλή εν η το στόμα και τα όργανα προς τροφήν, ούτω εις τα φυτά είναι άνω αι ρίζαι, δι' ων έλκουσι την τροφήν (Θεμίστιος).

129. Συνεργεί με άλλα αίτια.

130. Και η έννοια της υγιείας δεν νοείται ειμή διά της εναντίας ιδέας της νόσου και αντιστρόφως.

131. Τα υγρά, οίον το έλαιον, κλπ. τρέφουσι το πυρ.

132. Εννοεί το λογικώς πρότερον.

133. Η φαντασία είναι 1) αισθητική, ήτοι η δύναμις του αναπλάττειν αισθητάς εικόνας ή του ζωογονείν νεκρά αισθήματα. 2) βουλευτική ή λογιστική, ήτοι η δύναμις του πλάττειν τας την νόησιν συνοδευούσας εικόνας εκ στοιχείων πάντοτε, τα οποία παρέχει η αίσθησις.

134. Το ζώον τροφής χρήζει πάντοτε, ουχί όμως και αυξήσεως· ως ίππος ή άνθρωπος χρήζει τροφής, ως πώλος δε ή παις χρήζει και αυξήσεως, έως ου έλθη εις ακμήν, τότε δε την αύξησιν διαδέχεται η γέννησις ομοίων όντων.

135. Τρεις είναι και αι ενέργειαι του θρεπτικού, θρέψις, αύξησις, γέννησις.

136. Ομοίου με το έχον αυτήν σώμα.

137. Η ψυχή τρέφει το σώμα διά της συμφυούς θρεπτικής και πεπτικής δυνάμεως και διά του θερμού, όπως ο κυβερνήτης κυβερνά το πλοίον διά της συμφυούς χειρός αυτού και διά του χωριστού πηδαλίου. Η θερμότης, ως η χειρ, κινουμένη υπό της δυνάμεως κινεί την τροφήν, αναλογούσαν προς το πηδάλιον.

138. Διότι πάσα αλλοίωσις γίνεται διά πάθους και κινήσεώς τινος.

139. Ή των αισθητηρίων, ταύτα όμως είναι δυνάμει το αισθητόν και η αίσθησις. Το χωρίον εξηγείται και ούτω: διατί αι αντιλήψεις δεν πηγάζουσιν εξ αυτών των αισθήσεων.

140. Η αίσθησις δεν είναι πράγματι και διαρκώς εν ενεργεία, αλλά δυνάμει ούσα γίνεται ενεργός, όταν ερεθίζηται έξωθεν.

141. Η ύλη και η δύναμις χρήζουσι πάντοτε, ως ποιητικού αιτίου, ενός πραγματικού και ενεργεία όντος, ίνα κινηθώσι και γίνωσιν ωρισμένον τι. Ιδού διατί το είδος είναι πρότερον της ύλης.

142. Το αισθητικόν, ακίνητον ον και απαθές κατ' αρχάς, είναι απλώς εν δυνάμει· άμα όμως πάθη και κινηθή υπό των εκτός, τότε είναι ενεργεία.

143. Η κίνησις γίνεται χάριν του τέλους (της οικίας λ.χ. η κατασκευή), όταν δε πραγματοποιηθή ο σκοπός, τότε η ενέργεια είναι τελεία.

144. Η αίσθησις, πριν ή αντιληφθή το αισθητόν, είναι δυνάμει αυτό, ουχί ενεργεία, άρα ταύτα είναι ανόμοια· αφού όμως αντιληφθή, αφωμοιώθη αυτό και είναι ομοία με αυτά.

145. Ήτοι α') ο δυνάμενος να γίνη επιστήμων, διότι είναι άνθρωπος, λ.χ. ο παις, β') ο μαθών την επιστήμην, αλλά μη χρησιμοποιών αυτήν, δυνάμενος όμως να την μεταχειρισθή, όταν θελήση, γ') ο ενεργεία μεταχειριζόμενος τα μεμαθημένα.

146. Φθοράν πάσχει του προϋπάρχοντος ο εξ επιστήμης μεταβαίνων εις άγνοιαν. O δε εξ αγνοίας μεταβαίνων εις επιστήμην προβαίνει εις την τελείωσιν της φύσεως αυτού.

147. Όπερ τέλος έχει να είναι επιστήμων, Ή άλλως· διότι το προστιθέμενον στοιχείον ανήκει εις αυτήν την φύσιν αυτού και τείνει εις την εντελέχειαν αυτού.

148. Διάθεσις δηλοί μεταβατικήν κατάστασιν, έξις δε έμμονον, κατάστασιν. Η διάθεσις είναι απλή δύναμις ή ατελής βαθμίς πράγματός τινος προς την εντελέχειαν του, είναι λοιπόν στέρησις, άρνησις εν συγκρίσει προς την έξιν ή την εντελέχειαν. Ούτως ο μεν άρτι μανθάνων αποβάλλει ην έχει διάθεσιν, δηλ. την άγνοιαν, και ενεργεί πρώτην μεταβολήν (εκ του μη όντος εις το είναι). O δε μαθών έχει μεν ήδη την έξιν, κατέχει την επιστήμην, χρήζει δε ενεργείας προς τελείωσιν.

149. Ως πρώτη μεταβολή εννοείται το ότι γεννάται ο παις έχων την δύναμιν να αισθάνηται και να γινώσκη.

150. Ήτοι μόνον νοητά όντα ή τα καθαρά νοήματα, τα οποία δεν είναι, όπως τα αισθητά, έργα της φύσεως.

151. Ουχί όπως ο παις λέγεται δυνάμει στρατηγός, αλλ' όπως ο ενήλιξ και κατέχων (έξις) την στρατηγίαν.

152. Εν τω Γ' βιβλίω αναπτύσσει κάλλιον την ταυτότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου, της ψυχής και του αισθητού. Η αίσθησις δέχεται τα είδη και τας εννοίας των αισθητών, χωρίς να πάσχη και να αλλοιούται, τουναντίον μάλιστα γινομένη ενεργός τελειοποιεί την προτέραν κατάστασιν αυτής.

153. Η αφή, ήτις διακρίνει τας ιδιότητας του σώματος ως σώματος, έχει πολλά αντικείμενα: σκληρά και μαλακά, λεία και τραχέα, θερμά και ψυχρά, υγρά και ξηρά. Είδος αφής είναι η γεύσις.

154. Ή άλλως διότι εις τον υιόν Διάρους συνέβη να είναι λευκός το χρώμα.

155. Δηλ. υιός Διάρους.

156. Όρασις είναι η εν ενεργεία όψις.

157. Εννοεί τα εν τω σκότει φωσφορίζοντα σώματα, άτινα δεν έχουσιν ίδιον όνομα.

158. Το χρώμα είναι ορατόν, ουχί καθ' εαυτό, διότι δεν είναι ουσία, υπόστασις, αλλά είναι πάντοτε εν σώματι ως ιδιότης αυτού.

159. Διότι ούτε ο ορισμός αυτής περιέχει το ορατόν, ούτε ο του ορατού περιέχει αυτήν.

160. Το αίτιον τούτο είναι το χρώμα.

161. Διαφανή είναι ο αήρ, το ύδωρ κλπ., αλλά καθ' εαυτά είναι δυνάμει διαφανή και διά τούτο είναι σκοτεινά· δρώντος όμως του φωτός γίνονται διαφανή. Το φως κάμνει το διαφανές ενεργεία διαφανές, όταν το διαπερά και το κινή. Το διαφανές είναι άχρουν, δέχεται δε χρώμα εξ άλλων εγχρώμων σωμάτων.

162. Όπερ είναι ο ουρανός ή ο αιθήρ.

163. Ουχί δε ως εκτεταμένου ή χρωματιστού κλπ.

164. Το διαφανές και το φως, εάν ήσαν σώματα, θα ήσαν εν τω αυτώ τόπω και θα απετέλουν έν σώμα.

165. Διά την ταχύτητα της κινήσεώς του.

166. Η όψις διακρίνει και το σκότος. Και εν γένει πάσα αίσθησις την στέρησιν του ιδίου αυτής αισθητού αντικειμένου αισθάνεται.

167. Διότι πάντα έχουσι την αυτήν όψιν, καθ' όσον πάντα είναι λαμπρά και φωσφορικά.

168. Άλλως πολλώ μάλλον θα έπασχεν η αίσθησις, εάν το χρώμα επετίθετο επί του αισθητηρίου.

169. Φαίνεται ότι υποθέτει ειδικόν τι διάμεσον της οσμής (δίοσμον) και τούτο λέγει πάθος του αέρος και του ύδατος, όπερ διαβιβάζει την οσμήν, όπως έτερον κοινόν πάθος, το διαφανές, διαβιβάζει το φως. Της όψεως το διάμεσον, το διαφανές, είναι ιδιότης του αέρος και του ύδατος. Το της ακοής, το διηχές, είναι ωσαύτως ιδιότης του αέρος και του ύδατος. Της αφής διάμεσον είναι η σαρξ και της οσφρήσεως είναι ο αήρ, και μόνον εις τους ιχθύς είναι το ύδωρ.

170. Του αέρος.

171. Ίνα ούτω αντιτάξη αντίστασιν σώματος στερεού κατά του πλήττοντος σώματος και ούτω παραχθή ήχος.

172. Όστις αποτελεί σώμα έν και συνεχές εξ αιτίας των ορίων του αγγείου.

173. Ήτις αναπηδά ή αναρρίπτεται· ή ως σφαίρα, εξ ης ουδαμόθεν δύναται να εκφύγη ο αήρ.

174. Το φως εξ ανακλάσεως εις ανάκλασιν πληροί πάντα τον φωτιζόμενον χώρον.

175. Το μέρος του αέρος, όπερ άπτεται της ηχηράς επιφανείας, δέχεται εξ αυτής παραχρήμα κίνησιν, ήτις τον καθιστά ενότητα διακρινομένην από της μάζης του κύκλου αέρος. O αήρ εκείνος παλλόμενος γίνεται εις και αντηχεί διά της επιδράσεως της επιφανείας του ηχούντος σώματος.

176. Τουναντίον, η τραχύτης διαιρεί και ποιεί πολλάς επιφανείας.

177. Κατά τον Αριστοτ. υπάρχει εν τω ωτί μέρος έχον κίνησιν ιδίαν και συνεχή, ως ο αήρ έχει την ιδικήν του, όταν κινήται υπό του ήχου.

178. Ο αήρ ο υπάρχων εις τα βάθη του ωτός έχει άμεσον σχέσιν προς τον ήχον, όστις φέρεται υπό του εξωτερικού αέρος.

179. Ή: καθώς όταν πλησιάσωμεν εις αυτό κέρας.

180. Έξωθεν ερχόμενος.

181. Η μάζα του αέρος, ήτις είναι εις επαφήν με την επιφάνειαν του ηχούντος σώματος.

182. Μεταφορικώς· διότι η χειρ ή η πνοή του ανθρώπου είναι η δίδουσα εις τα άψυχα μέλος και γλώσσαν.

183. Έντομα, οστρακόδερμα, μαλακόστρακα, ήτοι τα έχοντα λευκόν αίμα.

184. Εις την πέψιν.

185. Τα όργανα της ψύξεως είναι ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες εις τα χερσαία, τα βράγχια δε εις τους ιχθύς. Η ψύξις είναι απαραίτητος προς μετριασμόν της εκ των τροφών και του αίματος αναπτυσσόμενης θερμότητος. Το θερμότατον των οργάνων είναι η καρδία.

186. Τα έντομα, λ, χ., τα οστρακόδερμα και τα ζώα, των οποίων ο οφθαλμός δεν καλύπτεται υπό μεμβράνης ή βλεφάρου.

187. Διότι ανάλογος είναι και η γεύσις ή ο χυμός των πραγμάτων τούτων.

188. Ως είπομεν πρότερον, η όψις, η ακοή και η όσφρησις έχουσι χρείαν της μεσολαβήσεως ξένου τινός, ίνα λειτουργήσωσι, και όπερ είναι χωριστόν απ' αυτών. Είναι δε ταύτα (το διαφανές το διηχές και το δίοσμον) πάθη του αέρος και του ύδατος. Της αφής όμως, ης είδος είναι η γεύσις, το μεταξύ ή διάμεσον τούτο πράγμα δεν είναι εκτός των οικείων αισθητηρίων, αλλ' ανήκει εις αυτά ταύτα, είναι η σαρξ ή ανάλογόν τι και προσέτι ο αήρ και το ύδωρ, υφ' ων περικυκλούται το αισθητόν. Το κυρίως αισθητήριον της αφής κείται μάλλον εσωτερικώς κατά τον Αριστοτέλη, είναι δηλ. η καρδία.